μάλαγμα: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
m (Text replacement - "Uebh." to "Übh.")
m (Text replacement - "Theophrastus" to "Thphr.")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=malagma
|Transliteration C=malagma
|Beta Code=ma/lagma
|Beta Code=ma/lagma
|Definition=[μᾰ], ατος, τό, ([[μαλάσσω]])<br><span class="bld">A</span> [[emollient]], [[Theophrastus]] ''De Odoribus'' 59, Gal. 13.946, ''PCair.Goodsp.''30 X 6 (ii A. D.), etc.<br><span class="bld">II</span> [[soft materials]], [[padding]], used in sieges to blunt the force of engines and weapons, Ph.''Bel.''91.7, 95.47; μ. τῆς ἀντιτυπίας Plu.2.618f, cf. Pl.''Ti.''70d, ap. Longin.32.5; <b class="b3">μαλάγματος χάριν</b> for [[padding]], Ruf. ap. Orib.49.28.10; <b class="b3">μ. ἕνεκα</b>, of a shirt worn under armour, Sch.Il.21.31.
|Definition=[μᾰ], ατος, τό, ([[μαλάσσω]])<br><span class="bld">A</span> [[emollient]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''De Odoribus'' 59, Gal. 13.946, ''PCair.Goodsp.''30 X 6 (ii A. D.), etc.<br><span class="bld">II</span> [[soft materials]], [[padding]], used in sieges to blunt the force of engines and weapons, Ph.''Bel.''91.7, 95.47; μ. τῆς ἀντιτυπίας Plu.2.618f, cf. Pl.''Ti.''70d, ap. Longin.32.5; <b class="b3">μαλάγματος χάριν</b> for [[padding]], Ruf. ap. Orib.49.28.10; <b class="b3">μ. ἕνεκα</b>, of a shirt worn under armour, Sch.Il.21.31.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 07:32, 2 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάλαγμα Medium diacritics: μάλαγμα Low diacritics: μάλαγμα Capitals: ΜΑΛΑΓΜΑ
Transliteration A: málagma Transliteration B: malagma Transliteration C: malagma Beta Code: ma/lagma

English (LSJ)

[μᾰ], ατος, τό, (μαλάσσω)
A emollient, Thphr. De Odoribus 59, Gal. 13.946, PCair.Goodsp.30 X 6 (ii A. D.), etc.
II soft materials, padding, used in sieges to blunt the force of engines and weapons, Ph.Bel.91.7, 95.47; μ. τῆς ἀντιτυπίας Plu.2.618f, cf. Pl.Ti.70d, ap. Longin.32.5; μαλάγματος χάριν for padding, Ruf. ap. Orib.49.28.10; μ. ἕνεκα, of a shirt worn under armour, Sch.Il.21.31.

German (Pape)

[Seite 88] τό, das Erweichende, bes. ein Pflaster, ein Umschlag zur Erweichung verhärteter Teile, Medic. – Übh. ein welcher Körper, den Stoß eines harten aufzufangen u. zu schwächen, τῆς ἀντιτυπίας, Plut. Symp. 1, 2, 6; gegen Belagerungsmaschinen angewandt, Philo poliorcet.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
plastron pour amortir les coups.
Étymologie: μαλάσσω.

Russian (Dvoretsky)

μάλαγμα: ατος (ᾰλ) τό приспособление для смягчения ударов: μ. τῆς ἀντιτυπίας Plut. предохранитель для ослабления силы ударов.

Greek (Liddell-Scott)

μάλαγμα: τό, (μᾰλάσσω) μαλακτικὸν φάρμακον, κατάπλασμα, Θεοφρ. π. Ὀσμ. 61, κτλ. ΙΙ. μαλακὰ πράγματα, δηλ. σακκία διφθέρινα πλήρη μαλλίων ἢ φρυγάνων, ἃ μετεχειρίζοντο οἱ πολιορκούμενοι ὅπως ἀμβλύνωσι τὴν ὁρμὴν τῶν μηχανῶν καὶ ὅπλων τῶν πολεμίων, ὡς τὸ Λατ. cilicia, Φίλων. Πολιορκ. 91 καὶ 95· μ. τῆς ἀντιτυπίας Πλούτ. 2. 618F· -οὕτω καὶ ὁ Λογγῖν. ἐν 32. 5 μνημονεύει ἐκ τοῦ Πλάτ. (Τίμ. 70C) μάλαγμα, ἔνθα τὰ νῦν Ἀντίγραφα ἔχουσιν: ἅλμα μαλακόν. -Καθ’ Ἡσύχ.: «μάλαγμα· ἴαμα, ἄθροισμα, βούνισμα».

Greek Monolingual

το (AM μάλαγμα) μαλάσσω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μαλάζω, η μάλαξη, το μαλάκωμα
νεοελλ.
πλέγμα από σχοινιά που κρέμεται στα πλάγια μέρη του πλοίου για να εμποδίζει τις ζημιές που μπορούν να προκληθούν από πρόσκρουση σε άλλα πλοία ή στις προβλήτες
μσν.
1. κατεργασμένο μέταλλο
2. μάλαμα
μσν.-αρχ.
μαλακτικό φάρμακο, κατάπλασμα
αρχ.
κάθε μαλακό σώμα που χρησιμεύει για να αμβλύνει και να εξουδετερώνει τις προσκρούσεις με άλλο σώμα, ιδίως σάκος γεμάτος μαλλιά ή ράκη ή φρύγανα που χρησιμοποιούσαν οι πολιορκούμενοι για άμβλυνση της δύναμης πολιορκητικής μηχανής.