περικτίονες: Difference between revisions
Ἡ μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk
m (LSJ1 replacement) |
(CSV import) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κτίζω]]<br />dwellers [[around]], neighbours, Hom.; cf. [[ἀμφικτίονες]]. | |mdlsjtxt=[[κτίζω]]<br />dwellers [[around]], neighbours, Hom.; cf. [[ἀμφικτίονες]]. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[circumfinitimi]]'', [[neighboring peoples]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:3.104.3/ 3.104.3]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:34, 16 November 2024
English (LSJ)
[κτῐ], όνων, οἱ, Ep. dat. περικτιόνεσσι, (κτίζω, cf. ἀμφικτύονες) dwellers around, neighbours, Il.18.212, 19.104, 109; π. ἄνθρωποι, π. ἐπίκουροι, Od.2.65, Hes.Fr.103, Il.17.220, cf. Orac. ap. Hdt. 7.148, Simon.10, Pi.N.11.19, I.8(7).69.—The sg. is not in use.—Rare in Prose, π. νησιῶται Th.3.104, cf. Ath.13.591b.
German (Pape)
[Seite 581] οἱ, wie ἀμφικτίονες, die Herumwohnenden; Il. 17, 220. 18, 212 u. öfter; ἄλλους τ' αἰδέσθητε περικτίονας ἀνθρώπ ο υς, οἳ περιναιετάουσι, Od. 2, 65; Pind. N. 11, 49 I. 2, 64, im Orak. bei Her. 7, 148; Thuc. 3, 104.
French (Bailly abrégé)
ων (οἱ) :
les habitants d'alentour.
Étymologie: περί, *κτίω ; cf. ἀμφικτίονες.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περικτίονες -ων, οἱ [περί, κτίζω] zelden in proza, omwonenden.
English (Autenrieth)
(κτίζω), pl.: dwellers around, neighbors.
English (Slater)
περικτῐονες those that dwell around ἐκ δὲ περικτιόνων ἑκκαίδεκ' Ἀρισταγόραν ἀγλααὶ νῖκαι ἐστεφάνωσαν (N. 11.19) Ἴσθμιον ἂν νάπος Δωρίων ἔλαχεν σελίνων· ἐπεὶ περικτίονας ἐνίκασε δή ποτε καὶ κεῖνος ἄνδρας ἀφύκτᾳ χερὶ κλονέων (I. 8.64)
Greek Monolingual
-όνων, οἱ, Α
περίοικοι, γείτονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -κτίονες (< κτίζω), πρβλ. αμφικτίονες].
Greek Monotonic
περικτίονες: -όνων, οἱ, Επικ. δοτ. περικτιόνεσσι, (κτίζω) κάτοικοι που μένουν τριγύρω, γείτονες, σε Όμηρ.· πρβλ. ἀμφικτίονες.
Greek (Liddell-Scott)
περικτίονες: όνων, οἱ, Ἐπικ. δοτ. περικτιόνεσσι· (κτίζω, πρβλ. ἀμφικτύονες)· - ὡς τὸ περικτίται, περιναιέται, οἱ περιοικοῦντες, περίοικοι, γείτονες, Ἰλ. Σ. 212., Τ. 104, 109· π. ἄνθρωποι, π. ἐπίκουροι Ὀδ. Β. 65, Ἰλ. Ρ. 220· ὅπερ ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ οἳ περινεαιτάουσι Ὀδ. Β. 65· ὡσαύτως, Ἡσ. ἐν Πλάτ. Μίν. 320D, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 148, Σιμωνίδ. 22, Πινδ. Ν. 11. 24, Ι. 8 (7). 136. Τὸ ἑνικὸν ἄχρηστον. ― Ἡ λέξις εἶναι σπανία ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ (π. νησιῷται Θουκ. 3. 104, πρβλ. Ἀθην. 591Β.), περίοικοι εἶναι ἐν χρήσει ἀντ’ αὐτῆς.
Middle Liddell
κτίζω
dwellers around, neighbours, Hom.; cf. ἀμφικτίονες.