κακόνους: Difference between revisions
(CSV import) |
|||
Line 27: | Line 27: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=zusammengezogen aus [[κακόνοος]]. | |ptext=zusammengezogen aus [[κακόνοος]]. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[malevolus]]'', [[ill-disposed]], [[hostile]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:6.24.4/ 6.24.4]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:46, 16 November 2024
English (LSJ)
-ουν, contr. for κακόνοος.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
att. c. κακόνοος.
Greek Monolingual
-oυν (AM κακόνους, -ουν και -οος, -οον, Α αττ. πληθ. κακόνοι)
αυτός που διάκειται εχθρικά προς κάποιον, εχθρικός, δυσμενής («ὡς κακόνοι τινές εἰσιν ἐν ἡμῖν», Αριστοφ.).
επίρρ...
κακονόως και κακόνως (Α)
με δυσμένεια, εχθρικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -νους (< νοῦς), πρβλ. υγρόνους, φαιδρόνους].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακόνους -ουν, zonder contr. κακόνοος -οον [κακός, νοῦς] Att. plur. κακόνοι, kwaadwillig, vijandig; met dat. of met εἰς + acc. jegens:. κακόνοι... εἰς τὰ ὑμέτερα πράγματα vijandig tegenover uw regering Lys. 20.20; τῷ δήμῳ κακόνους ἔσομαι ik zal een vijand van het volk zijn Aristot. Pol. 1310a9.
Middle Liddell
κᾰκό-νους, ουν
ill-disposed, disaffected, Ar., Thuc., etc.:— bearing malice against, τινι Xen.:—Sup. κακονούστατος Dem.
English (Woodhouse)
disaffected, disloyal, ill-disposed, malevolent, unfriendly, biassed unfavorably, biassed unfavourably
German (Pape)
zusammengezogen aus κακόνοος.