παράφραγμα: Difference between revisions

From LSJ

Οὔκ ἔστιν οὕτω μῶρος ὃς θανεῖν ἐρᾷ → No one is so foolish that they wish to die

Sophocles, Antigone, 220
m (LSJ1 replacement)
(CSV import)
 
Line 33: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παράφραγμα]], ατος, τό,<br />a breastwork on the top of a [[mound]], only in plural, Thuc.; in a [[ship]], the bulwarks, Thuc.: a low [[screen]], Plat. [from [[παραφράσσω]]
|mdlsjtxt=[[παράφραγμα]], ατος, τό,<br />a breastwork on the top of a [[mound]], only in plural, Thuc.; in a [[ship]], the bulwarks, Thuc.: a low [[screen]], Plat. [from [[παραφράσσω]]
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[sepimentum]], [[pluteus]]'', [[barricade]], [[mantlet]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:4.115.2/ 4.115.2], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:7.25.6/ 7.25.6].
}}
}}

Latest revision as of 14:36, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράφραγμα Medium diacritics: παράφραγμα Low diacritics: παράφραγμα Capitals: ΠΑΡΑΦΡΑΓΜΑ
Transliteration A: paráphragma Transliteration B: paraphragma Transliteration C: parafragma Beta Code: para/fragma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A breastwork on the top of a wall or mound, mostly in plural, Th.4.115; of a ship, bulwarks, Id.7.25; screen or curtain, Pl.R. 514b; τὰ τοῦ βουλευτηρίου π. App.BC2.118.
2 metaph. in sg., barrior, π. καὶ ἐμπόδιον Dam.Pr.400.

German (Pape)

[Seite 507] τό, ein durch einen Zaun, ein Gehäge eingeschlossener Ort, Einfriedigung, Schutzwehr, Thuc. 4, 115; Verschlag, Plat. Rep. VII, 514 b; τοῦ βουλευτηρίου, App. B. C. 2, 118.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
palissade, barrière placée au long.
Étymologie: παραφράσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παράφραγμα -ατος, τό [παρά, φράττω] palissade, omheining.

Russian (Dvoretsky)

παράφραγμα: ατος τό
1 ограждение, заграждение, бруствер, Thuc.;
2 перегородка Plat.

Greek Monolingual

το, ΝΑ παραφράσσω
1. φράγμα, περίφραγμα κοντά ή γύρω από κάτι, περιφραγμένος τόπος, οχύρωμα
2. (για πλοίο) πλευρικό διάφραγμα κατά μήκος του πλοίου
αρχ.
1. παραπέτασμα, προφυλακτήρας
2. μτφ. όριο φραγμός, εμπόδιο.

Greek Monotonic

παράφραγμα: τό, πρόχωμα στην κορυφή ενός λόφου, μόνο στον πληθ., σε Θουκ.· σε πλοίο, τα περιφράγματα, κουπαστές, στον ίδ.· χαμηλό παραπέτασμα, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

παράφραγμα: τό, φραγμὸς παρὰ ἢ περί τι, ἐν χρήσει μόνον κατὰ πλυθ., Θουκ. 4. 115· ἐν πλοίῳ, τὰ περιφράγματα τοῦ πλοίου, ὁ αὐτ. 7. 25· χαμηλὸν διάφραγμαπαραπέτασμα, Πλάτ. Πολ. 514Β· τά του βουλευτηρίου π. Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 118.

Middle Liddell

παράφραγμα, ατος, τό,
a breastwork on the top of a mound, only in plural, Thuc.; in a ship, the bulwarks, Thuc.: a low screen, Plat. [from παραφράσσω

Lexicon Thucydideum

sepimentum, pluteus, barricade, mantlet, 4.115.2, 7.25.6.