ἄοικος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source
(13_4)
(6_18)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0272.png Seite 272]] (felt. [[ἄνοικος]]), 1) ohne Haus, ohne eigene Familie, mit [[ἀνέστιος]] verbunden Hes. O. 600; καὶ [[ἄπαις]] Plat. Phaedr. 240 a; arm, Conv. 203 d; χώρας ἄ., von Verbannten, Soph. Tr. 299. – 2) unwohnlich, [[ἄοικος]] [[ἐνοίκησις]] Soph. Phil. 530.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0272.png Seite 272]] (felt. [[ἄνοικος]]), 1) ohne Haus, ohne eigene Familie, mit [[ἀνέστιος]] verbunden Hes. O. 600; καὶ [[ἄπαις]] Plat. Phaedr. 240 a; arm, Conv. 203 d; χώρας ἄ., von Verbannten, Soph. Tr. 299. – 2) unwohnlich, [[ἄοικος]] [[ἐνοίκησις]] Soph. Phil. 530.
}}
{{ls
|lstext='''ἄοικος''': -ον, ὁ, [[ἄνευ]] οἰκογενείας, θῆτά τ’ ἄοικον ποιεῖσθαι, νὰ λαμβάνῃς ὡς ἐργάτην σου ἄνθρωπον [[ὅστις]] νὰ μὴ ἔχῃ ἰδικήν του οἰκογένειαν, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 600, Εὐρ. Ἱππ. 1029, Πλάτ. Συμπ. 203D, κτλ. δυσπότμους ἐπὶ ξένης χώρας ἀοίκους ἀπάτοράς τ’ ἀλωμένας Σοφ. Τρ. 300· ἐπὶ ζῴων τινῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 1, 27. ΙΙ. περὶ κατοικίας, ἀθλία, ἐλεεινή, [[ἀναξία]] νὰ ὀνομάζηται [[κατοικία]], τὴν ἔσω ἄοικον εἰσοίκησιν Σοφ. Φ. 534.
}}
}}

Revision as of 10:00, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄοικος Medium diacritics: ἄοικος Low diacritics: άοικος Capitals: ΑΟΙΚΟΣ
Transliteration A: áoikos Transliteration B: aoikos Transliteration C: aoikos Beta Code: a)/oikos

English (LSJ)

ον,

   A houseless, homeless, Hes.Op.602, E.Hipp.1029, Pl.Smp.203d, etc.; ἐπὶ ξένης χώρας ἄοικος S.Tr.300; of animals, Arist.HA488a21: Comp., D.Chr.6.62.    II ἄ. εἰσοίκησις a homeless, i.e. miserable, home, S.Ph.534, cf. Nonn.D.17.42.

German (Pape)

[Seite 272] (felt. ἄνοικος), 1) ohne Haus, ohne eigene Familie, mit ἀνέστιος verbunden Hes. O. 600; καὶ ἄπαις Plat. Phaedr. 240 a; arm, Conv. 203 d; χώρας ἄ., von Verbannten, Soph. Tr. 299. – 2) unwohnlich, ἄοικος ἐνοίκησις Soph. Phil. 530.

Greek (Liddell-Scott)

ἄοικος: -ον, ὁ, ἄνευ οἰκογενείας, θῆτά τ’ ἄοικον ποιεῖσθαι, νὰ λαμβάνῃς ὡς ἐργάτην σου ἄνθρωπον ὅστις νὰ μὴ ἔχῃ ἰδικήν του οἰκογένειαν, Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 600, Εὐρ. Ἱππ. 1029, Πλάτ. Συμπ. 203D, κτλ. δυσπότμους ἐπὶ ξένης χώρας ἀοίκους ἀπάτοράς τ’ ἀλωμένας Σοφ. Τρ. 300· ἐπὶ ζῴων τινῶν, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 1, 27. ΙΙ. περὶ κατοικίας, ἀθλία, ἐλεεινή, ἀναξία νὰ ὀνομάζηται κατοικία, τὴν ἔσω ἄοικον εἰσοίκησιν Σοφ. Φ. 534.