ἕξις: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(13_7_1) |
(6_8) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0882.png Seite 882]] ἡ (ἔχω), 1) das Haben, Besitzen; τῆς ἐπιστήμης Plat. Theaet. 197 a; ὅπλων Legg. I, 625 c; καὶ [[παρουσία]] δικαιοσύνης Soph. 247 a; vgl. Arist. Categ. 10; Ggstz von [[στέρησις]], S. Emp. Pyrrh. 3, 50. – 2) Gew. der Zustand, die Beschaffenheit; τῶν σωμάτων Plat. Theaet. 153 b; ἀνδραπόδου Legg. XII, 966 b; bes. gute, kräftige Körperkonstitution, Xen. Mem. 1, 2, 4; Hippoer.; oft auf das Geistige übertr., nach Plat. Def. 414 c [[διάθεσις]] ψυχῆς καθ' ἣν ποιοί τινες λεγόμεθα, wie Phil. 11 d [[ἕξις]] ψυχῆς καὶ [[διάθεσις]] verbunden ist; φύσεις καὶ ἕξεις τῶν ψυχῶν Legg. I, 650 b; Arist. sagt Eth. 2, 5, neben δυνάμεις u. [[πάθη]], ἕξεις δὲ [[λέγω]], καθ' ἃς πρὸς τὰ [[πάθη]] ἔχομεν εὖ ἢ κακῶς; bes. im Ggstz gegen [[πρᾶξις]] u. [[ἐνέργεια]], ein passiver Zustand der Seele. S. Emp. adv. math. 8, 81 unterscheidet [[ἕξις]] von [[φύσις]] u. [[ψυχή]]. – Geschicklichkeit, Erfahrung, ἐν ἀστρολογίᾳ μεγίστην ἕξιν ἔχειν D. Sic. 3, 31; vgl. Pol. 1, 51, 4. 21, 7, 3; Arist. probl. 30, 2, Schäfer zu D. Hal. C. V. p. 7; firma illa facilitas, quam Graeci ἕξιν vocant, Quinct. I. O. 10 prooem. Von Dichtern nur Sp., wie Orph. Arg. 389. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0882.png Seite 882]] ἡ (ἔχω), 1) das Haben, Besitzen; τῆς ἐπιστήμης Plat. Theaet. 197 a; ὅπλων Legg. I, 625 c; καὶ [[παρουσία]] δικαιοσύνης Soph. 247 a; vgl. Arist. Categ. 10; Ggstz von [[στέρησις]], S. Emp. Pyrrh. 3, 50. – 2) Gew. der Zustand, die Beschaffenheit; τῶν σωμάτων Plat. Theaet. 153 b; ἀνδραπόδου Legg. XII, 966 b; bes. gute, kräftige Körperkonstitution, Xen. Mem. 1, 2, 4; Hippoer.; oft auf das Geistige übertr., nach Plat. Def. 414 c [[διάθεσις]] ψυχῆς καθ' ἣν ποιοί τινες λεγόμεθα, wie Phil. 11 d [[ἕξις]] ψυχῆς καὶ [[διάθεσις]] verbunden ist; φύσεις καὶ ἕξεις τῶν ψυχῶν Legg. I, 650 b; Arist. sagt Eth. 2, 5, neben δυνάμεις u. [[πάθη]], ἕξεις δὲ [[λέγω]], καθ' ἃς πρὸς τὰ [[πάθη]] ἔχομεν εὖ ἢ κακῶς; bes. im Ggstz gegen [[πρᾶξις]] u. [[ἐνέργεια]], ein passiver Zustand der Seele. S. Emp. adv. math. 8, 81 unterscheidet [[ἕξις]] von [[φύσις]] u. [[ψυχή]]. – Geschicklichkeit, Erfahrung, ἐν ἀστρολογίᾳ μεγίστην ἕξιν ἔχειν D. Sic. 3, 31; vgl. Pol. 1, 51, 4. 21, 7, 3; Arist. probl. 30, 2, Schäfer zu D. Hal. C. V. p. 7; firma illa facilitas, quam Graeci ἕξιν vocant, Quinct. I. O. 10 prooem. Von Dichtern nur Sp., wie Orph. Arg. 389. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἕξις''': -εως, ἡ, (ἕξω, μέλλ. τοῦ ἔχω). Ι. (ἔχω μεταβ.) τὸ ἔχειν ἢ κατέχειν τι, ἐπιστήμης [[ἕξις]], ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[κτῆσις]], Πλάτ. Θεαίτ. 197Β· νοῦ ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 414Β· ἡ τῶν ὅπλων ὁ αὐτ. ἐν Νόμοις 625C· πρβλ. Πολ. 433Ε, Σοφιστ. 247Α, κ. ἀλλ., Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 20, 1 ΙΙ. (ἔχω ἀμεταβ.) τὸ εὑρίσκεσθαι ἔν τινι καταστάσει, διαρκὴς [[κατάστασις]] προκύπτουσα [[ἕνεκα]] συνηθείας ἢ ἀσκήσεως (πράξεως) διαφέρουσα τῆς σχέσεως (ἥτις μεταβάλλεται). 1) [[κατάστασις]] ἢ [[διάθεσις]] τοῦ σώματος, Ἱππ. Ἀφ. 1245· ἔτι καὶ ἰδιαιτέρου μέρους τοῦ σώματος, [[ἕξις]] λεπτὴ κατὰ τοῦτο τὸ [[μέρος]] ὁ αὐτὸς π. Ἄρθρ. 789· [[ἕξις]], [[συνήθεια]], ὡς καὶ νῦν, ταύτην γὰρ τὴν ἓξιν ὑγιεινήν... ἱκανῶς [[εἶναι]]... ἔφη Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 4. Πλάτ. 2) [[κατάστασις]] ἢ [[συνήθεια]] τῆς ψυχῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν δύναμιν (φυσικὸν προσὸν), Πλάτ. Νόμοι 650Β, κτλ.· ἡ ἐν τῇ ψυχῇ [[ἕξις]], ἡ ἐν τῇ ψυχῇ ἐνυπάρχουσα [[κατάστασις]], ὁ αὐτὸς ἐν Θεαιτ. 153Β πονηρᾷ ψυχῆς ἕξει [[αὐτόθι]] 167Α· ἕξιν τινὰ λαμβάνειν ὁ αὐτὸς Πολ. 591Β· - ἰδίως [[πρόσκτητος]] [[συνήθεια]], ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ [[ἐνέργεια]], ἐν ἕξει ἢ ἐνεργείᾳ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 8, 9., 2. 1, 7., 3. 7. 6, κ. ἀλλ.· ἀλλ’ [[ἐνίοτε]] περιλαμβάνει τὴν ἐνέργειαν, ὁ αὐτὸς Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 20. 3) [[ἐπιτηδειότης]], [[ἱκανότης]], ὡς [[ἀποτέλεσμα]] ἀσκήσεως ἢ πείρας, Πλάτ. Φαῖδρ. 268Ε, Ἀριστ. Προβλ. 30. 2, κτλ.· - πρβλ. [[ἑκτικός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:15, 5 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἔχω): I (ἔχω trans.) having, being in possession of, possession, ἐπιστήμης ἕ., opp. κτῆσις, Pl.Tht.197b; νοῦ Id.Cra. 414b; ἡ τῶν ὅπλων Id.Lg.625c, cf. R.433e, Sph.247a, al., Arist. Metaph.1022b4; opp. στέρησις, ib.1055b13, S.E.P.3.49. 2 in surgery, posture, Hp.Off.3; ἕ. ἢ θέσις ib.15. II (ἔχω intr.) a being in a certain state, a permanent condition as produced by practice (πρᾶξις), diff. from σχέσις (which is alterable) (v. infr.): 1 state or habit of body, Id.Aph.2.34, cf. Pl.Tht.153b; ἕ. ὑγιεινή (so also X.Mem.1.2.4), opp. διάθεσις ἀθλητική, Hp.Alim.34; σχέσις καὶ ἕ. καὶ ἡλικίη Id.Mochl.41; ἡ φύσις καὶ ἡ ἕ. Id.Acut.43: pl., Thphr. Sens.69: generally, condition, ἐν ἕξει τοῦ δρᾶν D.H.Comp. 25; ἕ. λεπτὴ κατὰ τοῦτο τὸ μέρος Hp.Art.12; τῷ θερμὴν ἕ. ἔχοντι Polystr. p.26W.; outward appearance, ἡ ἕ. τοῦ σώματος κρείσσων LXXDa. 1.15, cf. 1 Ki.16.7, Sm.La.4.7; habit of a vine, Thphr.CP3.14.5; of material objects, ὑπὸ μιᾶς ἕξεως συνέχεσθαι S.E.M.7.102, cf. Ph.2.511, Stoic.2.124,al. b medic., the system, Ath.2.45e, Mnesith. ib.54b, Paul.Aeg.3.59. 2 state or habit of mind, ἕ. κακίης Democr. 184; τὰς φύσεις τε καὶ ἕξεις τῶν ψυχῶν Pl.Lg.650b, etc.; ἡ ἐν τῇ ψυχῇ ἕ., opp. ἡ τῶν σωμάτων ἕ., Id.Tht.l.c.; πονηρᾶς ψυχῆς ἕξει ib.167b; λαμβάνειν ἕξιν τιμιωτέραν Id.R.591b. b esp. acquired habit, opp. ἐνέργεια, Arist.EN1098b33,al. 3 trained habit, skill, Pl.Phdr. 268e, Arist.Pr.955b1, Plb.10.47.7, D.S.2.29; τέχνη defined as ἕ. ἢ διάθεσις ἀπὸ παρατηρήσεως Phld.Rh.1.69S.; ἄκρα ἕ. D.H.Comp.11: c. gen., τὴν τῶν Ἰουδαϊκῶν γραμμάτων ἕξιν Aristeas 121; ἕ. πολιτικῶν λόγων Phld.Rh.2.35 S. (Almost confined to Prose, but cf. Orph.A. 391.)
German (Pape)
[Seite 882] ἡ (ἔχω), 1) das Haben, Besitzen; τῆς ἐπιστήμης Plat. Theaet. 197 a; ὅπλων Legg. I, 625 c; καὶ παρουσία δικαιοσύνης Soph. 247 a; vgl. Arist. Categ. 10; Ggstz von στέρησις, S. Emp. Pyrrh. 3, 50. – 2) Gew. der Zustand, die Beschaffenheit; τῶν σωμάτων Plat. Theaet. 153 b; ἀνδραπόδου Legg. XII, 966 b; bes. gute, kräftige Körperkonstitution, Xen. Mem. 1, 2, 4; Hippoer.; oft auf das Geistige übertr., nach Plat. Def. 414 c διάθεσις ψυχῆς καθ' ἣν ποιοί τινες λεγόμεθα, wie Phil. 11 d ἕξις ψυχῆς καὶ διάθεσις verbunden ist; φύσεις καὶ ἕξεις τῶν ψυχῶν Legg. I, 650 b; Arist. sagt Eth. 2, 5, neben δυνάμεις u. πάθη, ἕξεις δὲ λέγω, καθ' ἃς πρὸς τὰ πάθη ἔχομεν εὖ ἢ κακῶς; bes. im Ggstz gegen πρᾶξις u. ἐνέργεια, ein passiver Zustand der Seele. S. Emp. adv. math. 8, 81 unterscheidet ἕξις von φύσις u. ψυχή. – Geschicklichkeit, Erfahrung, ἐν ἀστρολογίᾳ μεγίστην ἕξιν ἔχειν D. Sic. 3, 31; vgl. Pol. 1, 51, 4. 21, 7, 3; Arist. probl. 30, 2, Schäfer zu D. Hal. C. V. p. 7; firma illa facilitas, quam Graeci ἕξιν vocant, Quinct. I. O. 10 prooem. Von Dichtern nur Sp., wie Orph. Arg. 389.
Greek (Liddell-Scott)
ἕξις: -εως, ἡ, (ἕξω, μέλλ. τοῦ ἔχω). Ι. (ἔχω μεταβ.) τὸ ἔχειν ἢ κατέχειν τι, ἐπιστήμης ἕξις, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ κτῆσις, Πλάτ. Θεαίτ. 197Β· νοῦ ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 414Β· ἡ τῶν ὅπλων ὁ αὐτ. ἐν Νόμοις 625C· πρβλ. Πολ. 433Ε, Σοφιστ. 247Α, κ. ἀλλ., Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 20, 1 ΙΙ. (ἔχω ἀμεταβ.) τὸ εὑρίσκεσθαι ἔν τινι καταστάσει, διαρκὴς κατάστασις προκύπτουσα ἕνεκα συνηθείας ἢ ἀσκήσεως (πράξεως) διαφέρουσα τῆς σχέσεως (ἥτις μεταβάλλεται). 1) κατάστασις ἢ διάθεσις τοῦ σώματος, Ἱππ. Ἀφ. 1245· ἔτι καὶ ἰδιαιτέρου μέρους τοῦ σώματος, ἕξις λεπτὴ κατὰ τοῦτο τὸ μέρος ὁ αὐτὸς π. Ἄρθρ. 789· ἕξις, συνήθεια, ὡς καὶ νῦν, ταύτην γὰρ τὴν ἓξιν ὑγιεινήν... ἱκανῶς εἶναι... ἔφη Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 4. Πλάτ. 2) κατάστασις ἢ συνήθεια τῆς ψυχῆς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν δύναμιν (φυσικὸν προσὸν), Πλάτ. Νόμοι 650Β, κτλ.· ἡ ἐν τῇ ψυχῇ ἕξις, ἡ ἐν τῇ ψυχῇ ἐνυπάρχουσα κατάστασις, ὁ αὐτὸς ἐν Θεαιτ. 153Β πονηρᾷ ψυχῆς ἕξει αὐτόθι 167Α· ἕξιν τινὰ λαμβάνειν ὁ αὐτὸς Πολ. 591Β· - ἰδίως πρόσκτητος συνήθεια, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ ἐνέργεια, ἐν ἕξει ἢ ἐνεργείᾳ Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 8, 9., 2. 1, 7., 3. 7. 6, κ. ἀλλ.· ἀλλ’ ἐνίοτε περιλαμβάνει τὴν ἐνέργειαν, ὁ αὐτὸς Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 20. 3) ἐπιτηδειότης, ἱκανότης, ὡς ἀποτέλεσμα ἀσκήσεως ἢ πείρας, Πλάτ. Φαῖδρ. 268Ε, Ἀριστ. Προβλ. 30. 2, κτλ.· - πρβλ. ἑκτικός.