ἀκή: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
(c2)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0071.png Seite 71]] ἡ, die Spitze, nur bei VLL.; vgl. [[ἀκωκή]]. [[ἀκίς]]. acuo. S. auch [[ἀκήν]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0071.png Seite 71]] ἡ, die Spitze, nur bei VLL.; vgl. [[ἀκωκή]]. [[ἀκίς]]. acuo. S. auch [[ἀκήν]].
}}
{{ls
|lstext='''ἀκή''': ἡ, οὐσιαστ. ἀναφερόμενον ὑπὸ Γραμμ. (Ἡσύχ., Σουΐδ., Εὐστ., Ἐτυμ. Μ.) [[μετὰ]] τριῶν σημασιῶν. Ι. [[αἰχμή]], (πρβλ. [[ἀκίς]], [[ἄκων]], [[ἄκαινα]], [[ἄκανος]], [[ἀκόνη]], [[ἄκρος]], ὠκύς, τὴν κατάλ. -ήκης, τὴν μετοχ. [[ἀκαχμένος]], [[ὡσαύτως]] [[ἀκωκή]]. Ἴσως δὲ καὶ [[ἀκμή]], [[αἰχμή]], Σανσκρ. açan ([[βέλος]]), âçus ([[ταχύς]]), Ζενδικ. aku ([[ἀκωκή]]), Λατ. acus, acuo, acer, ocior καὶ ἴσ. acies, Παλαιὰ Ὑψ. Γερμ. egg-ja (acuo). ΙΙ. [[σιγή]], [[ἡσυχία]], [[σιωπή]], (πρβλ. [[ἀκήν]], [[ἀκέων]], ἀκᾶ, [[ἄκασκα]], [[ἀκασκαῖος]], ἦκα, ἤκιστα, ἤκαλος). ΙΙΙ. [[θεραπεία]], ([[ὁπόθεν]] [[ἀκέομαι]], [[ἴσως]] δὲ καὶ αἰκάλος, [[αἰκάλλω]]), Ἱππ. 853C, 866Β. - Ὁ Κούρτιος ὑποπτεύει ὅτι αἱ σημ. ΙΙ. καὶ ΙΙΙ. ἀνήκουσιν εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν, [[καθότι]] ἡ κοινὴ ἀμφοτέρων [[ἔννοια]] [[εἶναι]] ἡ τῆς ἡσυχίας, πραότητος ἢ ἡμερότητος.
}}
}}

Revision as of 10:28, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκή Medium diacritics: ἀκή Low diacritics: ακή Capitals: ΑΚΗ
Transliteration A: akḗ Transliteration B: akē Transliteration C: aki Beta Code: a)kh/

English (LSJ)

(A), ἡ, (cf. ἀκίς)

   A point, Hsch., Suid.
ἀκή (B), ἡ, (cf. ἀκᾷ)

   A silence, ἀκὴν ἔχεν Mosch.2.18; ἀκὴν ἦγες Hsch.
ἀκή (C), ἡ, (cf. ἀκέομαι)

   A healing, Hp.Mochl.21, cf.Hum.1.

German (Pape)

[Seite 71] ἡ, die Spitze, nur bei VLL.; vgl. ἀκωκή. ἀκίς. acuo. S. auch ἀκήν.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκή: ἡ, οὐσιαστ. ἀναφερόμενον ὑπὸ Γραμμ. (Ἡσύχ., Σουΐδ., Εὐστ., Ἐτυμ. Μ.) μετὰ τριῶν σημασιῶν. Ι. αἰχμή, (πρβλ. ἀκίς, ἄκων, ἄκαινα, ἄκανος, ἀκόνη, ἄκρος, ὠκύς, τὴν κατάλ. -ήκης, τὴν μετοχ. ἀκαχμένος, ὡσαύτως ἀκωκή. Ἴσως δὲ καὶ ἀκμή, αἰχμή, Σανσκρ. açan (βέλος), âçus (ταχύς), Ζενδικ. aku (ἀκωκή), Λατ. acus, acuo, acer, ocior καὶ ἴσ. acies, Παλαιὰ Ὑψ. Γερμ. egg-ja (acuo). ΙΙ. σιγή, ἡσυχία, σιωπή, (πρβλ. ἀκήν, ἀκέων, ἀκᾶ, ἄκασκα, ἀκασκαῖος, ἦκα, ἤκιστα, ἤκαλος). ΙΙΙ. θεραπεία, (ὁπόθεν ἀκέομαι, ἴσως δὲ καὶ αἰκάλος, αἰκάλλω), Ἱππ. 853C, 866Β. - Ὁ Κούρτιος ὑποπτεύει ὅτι αἱ σημ. ΙΙ. καὶ ΙΙΙ. ἀνήκουσιν εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν, καθότι ἡ κοινὴ ἀμφοτέρων ἔννοια εἶναι ἡ τῆς ἡσυχίας, πραότητος ἢ ἡμερότητος.