ἰόμωροι: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
m (Text replacement - "cf. <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "cf. $1")
(6_15)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=i)o/mwroi
|Beta Code=i)o/mwroi
|Definition=οἱ, twice in Hom., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> Ἀργεῖοι ἰόμωροι, ἐλεγχέες <span class="bibl">Il.4.242</span>; Ἀργεῖοι ἰόμωροι, ἀπειλάων ἀκόρητοι <span class="bibl">14.479</span>. (Expld. by Sch. as <b class="b2">caring for arrows</b> (cf. [[μέριμνα]]), but ῐ is against this: perh. <b class="b2">noisy</b> (cf. [[ἰά]]).)</span>
|Definition=οἱ, twice in Hom., <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> Ἀργεῖοι ἰόμωροι, ἐλεγχέες <span class="bibl">Il.4.242</span>; Ἀργεῖοι ἰόμωροι, ἀπειλάων ἀκόρητοι <span class="bibl">14.479</span>. (Expld. by Sch. as <b class="b2">caring for arrows</b> (cf. [[μέριμνα]]), but ῐ is against this: perh. <b class="b2">noisy</b> (cf. [[ἰά]]).)</span>
}}
{{ls
|lstext='''ἰόμωροι''': οἱ, δὶς παρ’ Ὁμ., Ἀργεῖοι [[ἰόμωροι]], ἐλεγχέες Ἰλ. Δ. 242˙ Ἀργεῖοι [[ἰόμωροι]], ἀπειλάων ἀκόρητοι Ξ. 479. ― Ἡ [[ἀναλογία]] ἐκ τοῦ [[ἐγχεσίμωρος]] ὑποδεικνύει τὴν σημασίαν ἣν ἀποδίδει εἰς τὴν λέξιν ὁ Σχολ. «οἱ περὶ τοὺς ἰούς, ὅ ἐστι τὰ βέλη, κακοπαθοῦντες, πολεμικοί» (ἐκ τῆς √ΜΕΡ, μέριμνα, μερ-[[μερίζω]], κτλ.), Μ. Μüller, Lectures, 2. 333 ― ἀλλὰ (1) τὸ ι τοῦ ἰὸς ([[βέλος]]) [[εἶναι]] μακρὸν, ἐνῷ ἐν τῇ λέξ. [[ἰόμωροι]] [[εἶναι]] βραχύ (2) [[εἶναι]] βέβαιον ὅτι κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ὁμηρου οἱ Ἕλληνες συνήθως δὲ ἔκαμνον χρῆσιν βελῶν˙ (3) ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις φαίνεται ὡς [[λέξις]] ὀνειδιστική. Ἡ πιθανωτέρα [[ἑρμηνεία]] [[εἶναι]]: [[δυστυχής]], [[δύσμοιρος]], [[ἄθλιος]], [[κακόμοιρος]], [[εἶναι]] δὲ ἀδύνατον νὰ παραδεχθῇ τις ὅτι παράγεται ἐκ τοῦ ἴον, [[μόρος]], ἔχων τὴν μοῖραν τοῦ ἴου, [[βραχύβιος]]. Ἕτεροι παράγουσι τὴν λέξιν ἐκ τοῦ ἰά, [[φωνή]], = [[θορυβώδης]], ταραχώδης, Γλάδστων ἐν Hom. Stud. 1. 356, Ἡσύχ. ― Ἀλλ’ ἡ ἀρχὴ τοῦ ἰο- διαμένει [[ἀμφίβολος]], καὶ ἡ [[ἔννοια]] τῆς καταλήξεως -μωρος [[εἶναι]] ἐπ’ ἴσης σκοτεινὴ [[ἐνταῦθα]] ὡς καὶ ἐν ἄλλαις λέξεσιν, [[ὅπου]] ἀπαντᾷ, [[ἐγχεσίμωρος]], [[ὑλακόμωρος]], [[σινάμωρος]].
}}
}}

Revision as of 11:04, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰόμωροι Medium diacritics: ἰόμωροι Low diacritics: ιόμωροι Capitals: ΙΟΜΩΡΟΙ
Transliteration A: iómōroi Transliteration B: iomōroi Transliteration C: iomoroi Beta Code: i)o/mwroi

English (LSJ)

οἱ, twice in Hom.,

   A Ἀργεῖοι ἰόμωροι, ἐλεγχέες Il.4.242; Ἀργεῖοι ἰόμωροι, ἀπειλάων ἀκόρητοι 14.479. (Expld. by Sch. as caring for arrows (cf. μέριμνα), but ῐ is against this: perh. noisy (cf. ἰά).)

Greek (Liddell-Scott)

ἰόμωροι: οἱ, δὶς παρ’ Ὁμ., Ἀργεῖοι ἰόμωροι, ἐλεγχέες Ἰλ. Δ. 242˙ Ἀργεῖοι ἰόμωροι, ἀπειλάων ἀκόρητοι Ξ. 479. ― Ἡ ἀναλογία ἐκ τοῦ ἐγχεσίμωρος ὑποδεικνύει τὴν σημασίαν ἣν ἀποδίδει εἰς τὴν λέξιν ὁ Σχολ. «οἱ περὶ τοὺς ἰούς, ὅ ἐστι τὰ βέλη, κακοπαθοῦντες, πολεμικοί» (ἐκ τῆς √ΜΕΡ, μέριμνα, μερ-μερίζω, κτλ.), Μ. Μüller, Lectures, 2. 333 ― ἀλλὰ (1) τὸ ι τοῦ ἰὸς (βέλος) εἶναι μακρὸν, ἐνῷ ἐν τῇ λέξ. ἰόμωροι εἶναι βραχύ (2) εἶναι βέβαιον ὅτι κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ὁμηρου οἱ Ἕλληνες συνήθως δὲ ἔκαμνον χρῆσιν βελῶν˙ (3) ἐν ἀμφοτέροις τοῖς χωρίοις φαίνεται ὡς λέξις ὀνειδιστική. Ἡ πιθανωτέρα ἑρμηνεία εἶναι: δυστυχής, δύσμοιρος, ἄθλιος, κακόμοιρος, εἶναι δὲ ἀδύνατον νὰ παραδεχθῇ τις ὅτι παράγεται ἐκ τοῦ ἴον, μόρος, ἔχων τὴν μοῖραν τοῦ ἴου, βραχύβιος. Ἕτεροι παράγουσι τὴν λέξιν ἐκ τοῦ ἰά, φωνή, = θορυβώδης, ταραχώδης, Γλάδστων ἐν Hom. Stud. 1. 356, Ἡσύχ. ― Ἀλλ’ ἡ ἀρχὴ τοῦ ἰο- διαμένει ἀμφίβολος, καὶ ἡ ἔννοια τῆς καταλήξεως -μωρος εἶναι ἐπ’ ἴσης σκοτεινὴ ἐνταῦθα ὡς καὶ ἐν ἄλλαις λέξεσιν, ὅπου ἀπαντᾷ, ἐγχεσίμωρος, ὑλακόμωρος, σινάμωρος.