ὀνομαστικός: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
(13_6a)
(6_11)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0349.png Seite 349]] zum Namen, bes. zum Nomen substantivum gehörig, substantivisch, S. Emp. adv. gramm. 239; auch adv., ibid. den Namen betreffend; ὁ ὀν., der im Namengeben erfahren, geschickt ist, Plat. Crat. 424 a; [[τέχνη]] ὀνομαστική, die Kunst des Namengebens, 423 d; τὸ ὀνομαστικόν, ein Namen- oder Wörterverzeichniß, in welchem die Wörter sachlich verzeichnet sind, wie das des Pollux; – ἡ ὀνομαστική, ac. [[πτῶσις]], der Nominativus, Gramm; – auch adv., ὀνομαστικῶς, mit einem eigenen Namen, Schol. Il. 10, 160; κριβάνας πλακοῦντάς τινας ὀνομαστικῶς [[Ἀπολλόδωρος]] παρ' Ἀλκμᾶνι, Ath. XIV, 646 a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0349.png Seite 349]] zum Namen, bes. zum Nomen substantivum gehörig, substantivisch, S. Emp. adv. gramm. 239; auch adv., ibid. den Namen betreffend; ὁ ὀν., der im Namengeben erfahren, geschickt ist, Plat. Crat. 424 a; [[τέχνη]] ὀνομαστική, die Kunst des Namengebens, 423 d; τὸ ὀνομαστικόν, ein Namen- oder Wörterverzeichniß, in welchem die Wörter sachlich verzeichnet sind, wie das des Pollux; – ἡ ὀνομαστική, ac. [[πτῶσις]], der Nominativus, Gramm; – auch adv., ὀνομαστικῶς, mit einem eigenen Namen, Schol. Il. 10, 160; κριβάνας πλακοῦντάς τινας ὀνομαστικῶς [[Ἀπολλόδωρος]] παρ' Ἀλκμᾶνι, Ath. XIV, 646 a.
}}
{{ls
|lstext='''ὀνομαστικός''': -ή, -όν, ὁ [[ἐπιτήδειος]] εἰς τὸ ὀνομάζειν, Πλάτ. Κρατ. 424Α· ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ὀνομάζειν, [[ὅθεν]] ἡ [[τέχνη]] ὀνομαστική [[αὐτόθι]] 423D· ἡ ὀνομαστική ([[ἁπλῶς]]) 425Α. ΙΙ. [[ὡσαύτως]] ἡ ὀνομαστικὴ (ἐξυπ. [[πτῶσις]]), Στράβ. 648. ΙΙΙ. τὸ ὀνομαστικὸν (δηλ. [[βιβλίον]]), λεξικὸν κατατεταγμένον καθ’ ὕλην καὶ οὐχὶ κατ’ ἀλφάβητον (ὡς τὰ νῦν [[κυρίως]] λεξικά), [[οἷον]] [[εἶναι]] τὸ [[σύγγραμμα]] τοῦ Ἰουλ. Πολυδεύκους. IV. Ἐπίρρ. ὀνομαστικῶς, Ἀθήν. 646Α.
}}
}}

Revision as of 11:10, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνομαστικός Medium diacritics: ὀνομαστικός Low diacritics: ονομαστικός Capitals: ΟΝΟΜΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: onomastikós Transliteration B: onomastikos Transliteration C: onomastikos Beta Code: o)nomastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A skilful at naming, Pl.Cra.424a ; of or belonging to naming, hence ἡ τέχνη ἡ ὀνομαστική ib.423d ; ἡ -κή alone, ib.425a.    II ἡ -κή (sc. πτῶσις) the nominative case, Str.14.1.41, D.T.636.5, A.D.Synt.107.4(pl.).    III τὸ -κόν (sc. βιβλίον) vocabulary, arranged acc. to the subjects, and not alphabetically as in a λεξικόν, such as the work of Jul. Pollux : -κά, τά, title of work by Democr. (Fr.26a).    IV Adv. -κῶς by a special name, Ath.14.646a ; in the nominative case, Hermog.Inv. 4.4.

German (Pape)

[Seite 349] zum Namen, bes. zum Nomen substantivum gehörig, substantivisch, S. Emp. adv. gramm. 239; auch adv., ibid. den Namen betreffend; ὁ ὀν., der im Namengeben erfahren, geschickt ist, Plat. Crat. 424 a; τέχνη ὀνομαστική, die Kunst des Namengebens, 423 d; τὸ ὀνομαστικόν, ein Namen- oder Wörterverzeichniß, in welchem die Wörter sachlich verzeichnet sind, wie das des Pollux; – ἡ ὀνομαστική, ac. πτῶσις, der Nominativus, Gramm; – auch adv., ὀνομαστικῶς, mit einem eigenen Namen, Schol. Il. 10, 160; κριβάνας πλακοῦντάς τινας ὀνομαστικῶς Ἀπολλόδωρος παρ' Ἀλκμᾶνι, Ath. XIV, 646 a.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνομαστικός: -ή, -όν, ὁ ἐπιτήδειος εἰς τὸ ὀνομάζειν, Πλάτ. Κρατ. 424Α· ὁ ἀνήκων εἰς τὸ ὀνομάζειν, ὅθεντέχνη ὀνομαστική αὐτόθι 423D· ἡ ὀνομαστική (ἁπλῶς) 425Α. ΙΙ. ὡσαύτως ἡ ὀνομαστικὴ (ἐξυπ. πτῶσις), Στράβ. 648. ΙΙΙ. τὸ ὀνομαστικὸν (δηλ. βιβλίον), λεξικὸν κατατεταγμένον καθ’ ὕλην καὶ οὐχὶ κατ’ ἀλφάβητον (ὡς τὰ νῦν κυρίως λεξικά), οἷον εἶναι τὸ σύγγραμμα τοῦ Ἰουλ. Πολυδεύκους. IV. Ἐπίρρ. ὀνομαστικῶς, Ἀθήν. 646Α.