ποδεῖον: Difference between revisions

From LSJ

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
(13_3)
(6_21)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0642.png Seite 642]] od. πόδειον, τό, auch [[πόδιον]], eine Socke um den Fuß, pedale, Sp.; ὑφαίνεται ἐξ [[αὐτοῦ]] καὶ πόδεια καὶ ἄλλα ἱμάτια, Ath. II, 64 d; Poll. 7, 22.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0642.png Seite 642]] od. πόδειον, τό, auch [[πόδιον]], eine Socke um den Fuß, pedale, Sp.; ὑφαίνεται ἐξ [[αὐτοῦ]] καὶ πόδεια καὶ ἄλλα ἱμάτια, Ath. II, 64 d; Poll. 7, 22.
}}
{{ls
|lstext='''ποδεῖον''': τό, (ποὺς) = πελλαστή, [[ἐνείλημα]] ποδῶν, κοινῶς «ποδοπάνι», Λατ. pedale, ἐν τῷ πληθ., Κριτίας 55, Κράτης ἐν «Τόλμαις» 4, Θεόφ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 13, 8, κτλ. Ὁ [[τύπος]] πόδειον παρὰ Φωτ. [[εἶναι]] [[πλημμελής]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ποδεῖα· ἐνειλήματα ποδῶν, [[ἤγουν]] φασκίας».
}}
}}

Revision as of 11:42, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδεῖον Medium diacritics: ποδεῖον Low diacritics: ποδείον Capitals: ΠΟΔΕΙΟΝ
Transliteration A: podeîon Transliteration B: podeion Transliteration C: podeion Beta Code: podei=on

English (LSJ)

τό, (πούς)

   A sock or legging, puttee (expld. by εἴλημα τῶν ποδῶν Theognost.Can.128): in pl., CritiasFr.65D., Crates Com.34, IG22.1425.402, Thphr.HP7.13.8, etc.—On the accent, v. Theognost. l.c., Hsch.: written πόδειον in Phot., codd. Thphr.l.c.; ποδέων ζεύγη PCair.Zen.778.5(iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 642] od. πόδειον, τό, auch πόδιον, eine Socke um den Fuß, pedale, Sp.; ὑφαίνεται ἐξ αὐτοῦ καὶ πόδεια καὶ ἄλλα ἱμάτια, Ath. II, 64 d; Poll. 7, 22.

Greek (Liddell-Scott)

ποδεῖον: τό, (ποὺς) = πελλαστή, ἐνείλημα ποδῶν, κοινῶς «ποδοπάνι», Λατ. pedale, ἐν τῷ πληθ., Κριτίας 55, Κράτης ἐν «Τόλμαις» 4, Θεόφ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 13, 8, κτλ. Ὁ τύπος πόδειον παρὰ Φωτ. εἶναι πλημμελής. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ποδεῖα· ἐνειλήματα ποδῶν, ἤγουν φασκίας».