ἄγγος: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτεροςthough they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄγγος''': -εος, τό, [[ἀγγεῖον]] διαφόρων εἰδῶν, [[δοχεῖον]] οἴνου, Ὀδ. Π, 13, πρβλ. Β, 289· γάλακτος, Ἰλ. II. 643· [[πίθος]] ἢ [[κάδος]] διὰ τὸ [[πάτημα]] τῶν σταφυλῶν, Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 611· [[ὑδρία]], [[σταμνίον]] [[οἷον]] αἱ γυναῖκες ἔφερον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, Ἡρόδ. 5. 12, πρβλ. Αἰλ. Π. Ἱσ. 7. 12, Εὐρ. Ἠλ. 55· [[κάδος]] [[ἀνοικτός]], [[ὑδρεῖον]], [[ἄντλημα]] (κουβᾶς), Ἡρόδ. 4, 62· κοῖλον [[ἀγγεῖον]], πλατὺ [[ποτήριον]] πρὸς πόσιν οἴνου κοιν. «τάσσι», Εὐρ. Ι. Τ. 953, 960. ΙΙ. [[ὡσαύτως]] διὰ στερεὰ πράγματα (ξηρά), [[κιβώτιον]] ἢ [[κίστη]], [[ἔνθα]] ἐτίθεντο [[παιδία]], Ἡρόδ. 1. 113, Εὐρ. Ἰων. 32, 1337· [[κιβώτιον]] ἐνδυμάτων, Σοφ. Τρ. 622· τεφροδόχος [[λάρναξ]], αὐτόθ. 1118, 1205· [[νεκροθήκη]], Συλλ. Ἐπιγρ. 3573. ΙΙΙ. ἡ [[μήτρα]], Ἱππ. Ἐπιδ. 5. σ. 1185, ὅρ. Γαλην. ἐν τόπῳ. IV. Τὸ [[ὄστρακον]] τοῦ καράβου, Ὀππ. Ἁλ. 2. 406. V. ἡ [[κυψέλη]] τῆς κηρήθρας, Ἀνθ. Π. 9, 226. Πρβλ. [[ἀγγεῖον]].
|lstext='''ἄγγος''': -εος, τό, [[ἀγγεῖον]] διαφόρων εἰδῶν, [[δοχεῖον]] οἴνου, Ὀδ. Π, 13, πρβλ. Β, 289· γάλακτος, Ἰλ. II. 643· [[πίθος]] ἢ [[κάδος]] διὰ τὸ [[πάτημα]] τῶν σταφυλῶν, Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 611· [[ὑδρία]], [[σταμνίον]] [[οἷον]] αἱ γυναῖκες ἔφερον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, Ἡρόδ. 5. 12, πρβλ. Αἰλ. Π. Ἱσ. 7. 12, Εὐρ. Ἠλ. 55· [[κάδος]] [[ἀνοικτός]], [[ὑδρεῖον]], [[ἄντλημα]] (κουβᾶς), Ἡρόδ. 4, 62· κοῖλον [[ἀγγεῖον]], πλατὺ [[ποτήριον]] πρὸς πόσιν οἴνου κοιν. «τάσσι», Εὐρ. Ι. Τ. 953, 960. ΙΙ. [[ὡσαύτως]] διὰ στερεὰ πράγματα (ξηρά), [[κιβώτιον]] ἢ [[κίστη]], [[ἔνθα]] ἐτίθεντο [[παιδία]], Ἡρόδ. 1. 113, Εὐρ. Ἰων. 32, 1337· [[κιβώτιον]] ἐνδυμάτων, Σοφ. Τρ. 622· τεφροδόχος [[λάρναξ]], αὐτόθ. 1118, 1205· [[νεκροθήκη]], Συλλ. Ἐπιγρ. 3573. ΙΙΙ. ἡ [[μήτρα]], Ἱππ. Ἐπιδ. 5. σ. 1185, ὅρ. Γαλην. ἐν τόπῳ. IV. Τὸ [[ὄστρακον]] τοῦ καράβου, Ὀππ. Ἁλ. 2. 406. V. ἡ [[κυψέλη]] τῆς κηρήθρας, Ἀνθ. Π. 9, 226. Πρβλ. [[ἀγγεῖον]].
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> vase;<br /><b>2</b> urne funéraire;<br /><b>3</b> corbeille où l’on exposait les enfants abandonnés;<br /><b>4</b> coffre pour les vêtements.<br />'''Étymologie:''' DELG origine inconnue.
}}
}}

Revision as of 19:22, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄγγος Medium diacritics: ἄγγος Low diacritics: άγγος Capitals: ΑΓΓΟΣ
Transliteration A: ángos Transliteration B: angos Transliteration C: aggos Beta Code: a)/ggos

English (LSJ)

εος, τό,

   A vessel to hold liquids, e.g. wine, Od.16.13, cf. 2.289; milk, Il.16.643; vat for the vintage, Hes. Op.613; pitcher, Hdt. 5.12, E.El.55; bucket, pail, Hdt.4.62; wine-bowl, E.IT953,960.    II for dry substances, cradle, Hdt.1.113, E.Ion32,1337; casket, S.Tr. 622;cinerary urn, Id.El.1118,1205; coffin, CIG3573 (Assos).    III of parts of the body, e.g. womb, Hp.Epid.6.5.11, v. Gal. ad loc.; τρόφιμον ἄ. stomach, Tim.Pers.73.    IV shell of the κάραβος, Opp. H.2.406.   V cell of a honey-comb, AP9.226 (Zonas).

German (Pape)

[Seite 11] τό, Gefäß, bei Hom. zu Milch, Wein und Reisevorrathen, Iliad. 2, 471. 16, 643 Od. 9, 222. 248. 16, 13. 2, 289. Bei Soph. Trach. 619 eine Kiste zu Kleidern; El. 1107. 1196 die Todtenurne. Bei Opp. H. 2, 406 Schale des κάραβος. In Prosa viel seltener als ἀγγεῖον, z. B. Luc. Dea Syr. 60.

Greek (Liddell-Scott)

ἄγγος: -εος, τό, ἀγγεῖον διαφόρων εἰδῶν, δοχεῖον οἴνου, Ὀδ. Π, 13, πρβλ. Β, 289· γάλακτος, Ἰλ. II. 643· πίθοςκάδος διὰ τὸ πάτημα τῶν σταφυλῶν, Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 611· ὑδρία, σταμνίον οἷον αἱ γυναῖκες ἔφερον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς, Ἡρόδ. 5. 12, πρβλ. Αἰλ. Π. Ἱσ. 7. 12, Εὐρ. Ἠλ. 55· κάδος ἀνοικτός, ὑδρεῖον, ἄντλημα (κουβᾶς), Ἡρόδ. 4, 62· κοῖλον ἀγγεῖον, πλατὺ ποτήριον πρὸς πόσιν οἴνου κοιν. «τάσσι», Εὐρ. Ι. Τ. 953, 960. ΙΙ. ὡσαύτως διὰ στερεὰ πράγματα (ξηρά), κιβώτιονκίστη, ἔνθα ἐτίθεντο παιδία, Ἡρόδ. 1. 113, Εὐρ. Ἰων. 32, 1337· κιβώτιον ἐνδυμάτων, Σοφ. Τρ. 622· τεφροδόχος λάρναξ, αὐτόθ. 1118, 1205· νεκροθήκη, Συλλ. Ἐπιγρ. 3573. ΙΙΙ. ἡ μήτρα, Ἱππ. Ἐπιδ. 5. σ. 1185, ὅρ. Γαλην. ἐν τόπῳ. IV. Τὸ ὄστρακον τοῦ καράβου, Ὀππ. Ἁλ. 2. 406. V. ἡ κυψέλη τῆς κηρήθρας, Ἀνθ. Π. 9, 226. Πρβλ. ἀγγεῖον.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 vase;
2 urne funéraire;
3 corbeille où l’on exposait les enfants abandonnés;
4 coffre pour les vêtements.
Étymologie: DELG origine inconnue.