διαμνημονεύω: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(6_5) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαμνημονεύω''': ἀνακαλῶ εἰς τὴν μνήμην μου, ἀπολ., Ἡρόδ. 3. 3, Λυσ. 168. 4˙ τινὸς Πλάτ. Συμπ. 180C˙ τι Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 1, Πλούτ. Σολ. 3, κτλ. - Παθ., διὰ τούτων διαμνημονεύονται Διόδ. 12. 13. 2) [[ἀναφέρω]], Λατ. commemorare, τι Ἀντιφῶν 135. 37, Θουκ. 1. 22˙ διαμνημονεύεται ἔχων, ἀναφέρεται ὡς ἔχων, Ξεν. Κύρ. 1. 1, 2. ΙΙ. ἀνακαλῶ εἰς τὴν μνήμην τινός, τινί τι Πλάτ. Ἐπιν. 976C. | |lstext='''διαμνημονεύω''': ἀνακαλῶ εἰς τὴν μνήμην μου, ἀπολ., Ἡρόδ. 3. 3, Λυσ. 168. 4˙ τινὸς Πλάτ. Συμπ. 180C˙ τι Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 1, Πλούτ. Σολ. 3, κτλ. - Παθ., διὰ τούτων διαμνημονεύονται Διόδ. 12. 13. 2) [[ἀναφέρω]], Λατ. commemorare, τι Ἀντιφῶν 135. 37, Θουκ. 1. 22˙ διαμνημονεύεται ἔχων, ἀναφέρεται ὡς ἔχων, Ξεν. Κύρ. 1. 1, 2. ΙΙ. ἀνακαλῶ εἰς τὴν μνήμην τινός, τινί τι Πλάτ. Ἐπιν. 976C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>I.</b> conserver le souvenir de, se rappeler : τινός, [[τι]] qch;<br /><b>II.</b> rappeler le souvenir :<br /><b>1</b> transmettre le souvenir : διαμνημονεύεται ἔχων XÉN c’est une tradition, dont le souvenir se conserve, qu’il avait, <i>etc.</i><br /><b>2</b> rappeler le souvenir, mentionner, acc..<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[μνημονεύω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:29, 9 August 2017
English (LSJ)
A remember distinctly, abs., Hdt.3.3, Lys.23.16, Antipho 5.54; c. gen. pers., Pl.Smp.180c; τι X.Mem.1.3.1, Phld.Mort.30, Plu.Sol.3, etc.:—Pass., διὰ τούτων διαμνημονεύονται D.S.12.13. 2 mention, record, Th.1.22; διαμνημονεύεται ἔχων he is mentioned as having, X.Cyr.1.1.2. 3 call to mind, τι Pl.Epin.976c.
German (Pape)
[Seite 590] ins Gedächtniß zurückrufen, τινί τι, Plat. Epin. 976 c; gedenken, Tim. 22 b; abs., Her. 3, 3; τινός, Plat. conv. 180 c; τί, Xen. Mem. 1, 3, 1; erwähnen, Antiph. 5, 54; Lys. 23, 16; τί, Luc. Nigr. 7; Plut. Sol. 3, 18 u. öfter; διαμνημονεύεται ἔχων, man erwähnt, daß er hat, Xen. Cyr. 1, 2, 2; – Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διαμνημονεύω: ἀνακαλῶ εἰς τὴν μνήμην μου, ἀπολ., Ἡρόδ. 3. 3, Λυσ. 168. 4˙ τινὸς Πλάτ. Συμπ. 180C˙ τι Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 1, Πλούτ. Σολ. 3, κτλ. - Παθ., διὰ τούτων διαμνημονεύονται Διόδ. 12. 13. 2) ἀναφέρω, Λατ. commemorare, τι Ἀντιφῶν 135. 37, Θουκ. 1. 22˙ διαμνημονεύεται ἔχων, ἀναφέρεται ὡς ἔχων, Ξεν. Κύρ. 1. 1, 2. ΙΙ. ἀνακαλῶ εἰς τὴν μνήμην τινός, τινί τι Πλάτ. Ἐπιν. 976C.
French (Bailly abrégé)
I. conserver le souvenir de, se rappeler : τινός, τι qch;
II. rappeler le souvenir :
1 transmettre le souvenir : διαμνημονεύεται ἔχων XÉN c’est une tradition, dont le souvenir se conserve, qu’il avait, etc.
2 rappeler le souvenir, mentionner, acc..
Étymologie: διά, μνημονεύω.