ἡσυχάζω: Difference between revisions

From LSJ

παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion

Source
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡσῠχάζω''': μέλλ. -άσω, Θουκ. 2. 84, -άσομαι Λουκ. Ἀλεκτρ. 1· ἀόρ. ἡσύχᾰσα· ([[ἥσυχος]]). Εἶμαι [[ἥσυχος]], [[διαμένω]] [[ἥσυχος]], ἀναπαύομαι, ἀκινητῶ, σὺ δ’ ἡσύχαζε Αἰσχύλ. Πρ. 327, 344· ἡ [[ἀπορία]] τοῦ μὴ ἡσυχάζειν, ἡ [[στέρησις]], ἡ [[ἔλλειψις]] ἀναπαύσεως, Θουκ. 2. 49· οἱ πολέμιοι ἡσύχαζον Ξεν. Ἀν. 5.4, 16· τοὺς νόμους οὐκ ἐῶν ἡσυχάζειν ἐν τιμωρίαις Λουκ. Ἀποκηρ. 19· ἡσ. πρὸς θύραν, ἐπὶ ἐραστοῦ, Ἀνθ. Π. 5. 167· - συχνὸν κατὰ μετοχ., ἡσυχάζων [[προσμένω]] Σοφ. Ο. Τ. 620, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 134· [[ὥστε]] μὴ ἡσυχάσασα αὐξηθῆναι, ἀναπαυθεῖσα ἐκ τῶν πολέμων, Θουκ. 1. 12· ἡσυχαζουσῶν τῶν νεῶν ὁ αὐτ. 1. 49· [[μόλις]] ἡσυχάσαντες ὁ αὐτ. 8. 86· ἡσυχάζουσαν τὴν διάνοιαν ἔχειν Ἰσοκρ. 87Β· τὸ ἡσυχάζον τῆς νυκτός, τὸ ἡσυχώτατον [[σημεῖον]] τῆς νυκτὸς (τὸ μεσονύκτιον), Θουκ. 7. 83· - ἡσ. ἀπό τινος, ἀπέχομαι ἀπὸ …, Ἀνθ. Π. 5, 133· - ἀλλ’ ἡσύχαζε, μόνον ἔσο [[ἥσυχος]], Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 98. Ι. Α. 973. ΙΙ. μεταβατ. ἐνεργείας ἐν τῷ ἀορ. α΄, [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἡσυχάσῃ, τὸν βάλλω νὰ ἀναπαυθῇ, ἀντίθ. τῷ [[κινέω]], Πλάτ. Πολ. 572Α. - Παθ., ὡς ἀπρόσωπον, ἡσυχάζεται ἐπὶ τῆς γῆς, ὑπάρχει [[ἡσυχία]], Ἑβδ. (Ἰὼβ λζ΄, 16). - Ἴδε Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 296.
|lstext='''ἡσῠχάζω''': μέλλ. -άσω, Θουκ. 2. 84, -άσομαι Λουκ. Ἀλεκτρ. 1· ἀόρ. ἡσύχᾰσα· ([[ἥσυχος]]). Εἶμαι [[ἥσυχος]], [[διαμένω]] [[ἥσυχος]], ἀναπαύομαι, ἀκινητῶ, σὺ δ’ ἡσύχαζε Αἰσχύλ. Πρ. 327, 344· ἡ [[ἀπορία]] τοῦ μὴ ἡσυχάζειν, ἡ [[στέρησις]], ἡ [[ἔλλειψις]] ἀναπαύσεως, Θουκ. 2. 49· οἱ πολέμιοι ἡσύχαζον Ξεν. Ἀν. 5.4, 16· τοὺς νόμους οὐκ ἐῶν ἡσυχάζειν ἐν τιμωρίαις Λουκ. Ἀποκηρ. 19· ἡσ. πρὸς θύραν, ἐπὶ ἐραστοῦ, Ἀνθ. Π. 5. 167· - συχνὸν κατὰ μετοχ., ἡσυχάζων [[προσμένω]] Σοφ. Ο. Τ. 620, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 134· [[ὥστε]] μὴ ἡσυχάσασα αὐξηθῆναι, ἀναπαυθεῖσα ἐκ τῶν πολέμων, Θουκ. 1. 12· ἡσυχαζουσῶν τῶν νεῶν ὁ αὐτ. 1. 49· [[μόλις]] ἡσυχάσαντες ὁ αὐτ. 8. 86· ἡσυχάζουσαν τὴν διάνοιαν ἔχειν Ἰσοκρ. 87Β· τὸ ἡσυχάζον τῆς νυκτός, τὸ ἡσυχώτατον [[σημεῖον]] τῆς νυκτὸς (τὸ μεσονύκτιον), Θουκ. 7. 83· - ἡσ. ἀπό τινος, ἀπέχομαι ἀπὸ …, Ἀνθ. Π. 5, 133· - ἀλλ’ ἡσύχαζε, μόνον ἔσο [[ἥσυχος]], Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 98. Ι. Α. 973. ΙΙ. μεταβατ. ἐνεργείας ἐν τῷ ἀορ. α΄, [[κάμνω]] τινὰ νὰ ἡσυχάσῃ, τὸν βάλλω νὰ ἀναπαυθῇ, ἀντίθ. τῷ [[κινέω]], Πλάτ. Πολ. 572Α. - Παθ., ὡς ἀπρόσωπον, ἡσυχάζεται ἐπὶ τῆς γῆς, ὑπάρχει [[ἡσυχία]], Ἑβδ. (Ἰὼβ λζ΄, 16). - Ἴδε Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 296.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἡσυχάσω <i>ou</i> ἡσυχάσομαι, <i>ao.</i> ἡσύχασα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> se tenir tranquille <i>ou</i> immobile : [[οἱ]] πολέμιοι ἡσύχαζον XÉN l’ennemi ne bougeait pas ; ἡσυχαζουσῶν [[τῶν]] [[νεῶν]] THC les navires restant immobiles;<br /><b>2</b> se tenir en repos : τὸ ἡσύχαζον τῆς νυκτός THC le repos de la nuit;<br /><b>3</b> être tranquille, vivre en paix;<br /><b>4</b> demeurer silencieux, garder le silence.<br />'''Étymologie:''' [[ἥσυχος]].
}}
}}

Revision as of 19:32, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡσῠχάζω Medium diacritics: ἡσυχάζω Low diacritics: ησυχάζω Capitals: ΗΣΥΧΑΖΩ
Transliteration A: hēsycházō Transliteration B: hēsychazō Transliteration C: isychazo Beta Code: h(suxa/zw

English (LSJ)

fut.

   A -άσω Th.2.84, AP5.132 (Maec.), -άσομαι Luc. Gall.1: aor. ἡσύχᾰσα Th.1.12: (ἥσυχος):—keep quiet, be at rest, σὺ δ' ἡσύχαζε A.Pr.329, cf. 346; ἡ ἀπορία τοῦ μὴ ἡσυχάζειν the difficulty of finding rest, Th.2.49; οἱ πολέμιοι ἡσύχαζον X.An.5.4.16; ἀνάγκη τὸ ἡσυχάζον ἑστάναι Pl.Prm.162e; τοὺς [νόμους] οὐκ ἐῶν ἡσυχάζειν ἐν τιμωρίαις Luc.Abd.19; ἡ. πρὸς μίαν θύρην, of a lover, AP5.166 (Asclep.); ὁ διαλεκτικὸς ἡσυχάσει S.E.P.2.239: freq. in part., ἡσυχάζων προσμενῶ S.OT620, cf. E.Or.134; ὥστε μὴ ἡσυχάσασα αὐξηθῆναι by resting from war, Th.1.12; ἡσυχαζουσῶν τῶν νεῶν ib.49; μόλις ἡσυχάσαντες Id.8.86; ἡσυχάζουσαν ἔχων τὴν διάνοιαν Isoc.5.24; τὸ ἡσυχάζον τῆς νυκτός the dead of night, Th.7.83; ἡ. ἀπό τινος keep away from... AP5.132 (Maec.): c. dat., suspend work on, PFay.117.23 (ii A.D.); ἀλλ' ἡσύχαζε only be tranquil, calm thyself, E.HF98, IA 973.    b ὁ -άζων, with or without λόγος, a fallacy, Chrysipp.Stoic. 2.8 (pl.), Gell.1.2.4 (pl.).    II trans., bring to rest, ἡσυχάσας τὼ δύο εἴδη, τὸ τρίτον δὲ κινήσας Pl.R.572a.    b abs., impose silence, D.C.69.6.    2 leave unspoken, ἃ χρὴ λέγειν Ph.1.254, cf. 2.268; τὰς ἀπειλάς J.AJ7.7.3.    III Pass. in impers. sense, ἡσυχάζεται ἐπὶ τῆς γῆς there is quiet, LXXJb.37.17.

German (Pape)

[Seite 1178] ἡσυχάσω, Thuc. 2, 84, ἡσυχάσομαι Luc. Gall. 1; ruhig machen; ἡσυχάσας τὰ δύο εἴδη, im Ggstz von κινήσας, Plat. Rep. IX, 572 a. – Gew. intrans., ruhen, εἰ δ' ἡσυχάζων προσμενῶ Soph. O. R. 620; vom Schlafenden, Eur. Or. 134; τὸ δὲ ἡσυχάζον ἑστάναι ἀνάγκη Plat. Parm. 162 e; μόλις ἡσυχάσαντες, nachdem sie sich mit Mühe hatten beruhigen lassen, Thuc. 8, 86, der auch den Theil der Nacht, wo Alles ruht, τὸ ἡσυχάζον τῆς νυκτός nennt, 7, 83; Ggstz von πολεμεῖν 1, 120; ἡσυχάζουσαν διάνοιαν ἔχειν Isocr. 5, 24; Sp., wie Philo; oft = schweigen, σὺ δ' ἡσύχαζε μηδ' ἄγαν λαβροστόμει Aesch. Prom. 327; Eur. Med. 80; bes. Sp., Luc. Gall. 1; S. Emp. pyrrh. 2, 240 u. öfter; ἐπί τινος, bei Etwas verharren, Plut. Dion. 33.

Greek (Liddell-Scott)

ἡσῠχάζω: μέλλ. -άσω, Θουκ. 2. 84, -άσομαι Λουκ. Ἀλεκτρ. 1· ἀόρ. ἡσύχᾰσα· (ἥσυχος). Εἶμαι ἥσυχος, διαμένω ἥσυχος, ἀναπαύομαι, ἀκινητῶ, σὺ δ’ ἡσύχαζε Αἰσχύλ. Πρ. 327, 344· ἡ ἀπορία τοῦ μὴ ἡσυχάζειν, ἡ στέρησις, ἡ ἔλλειψις ἀναπαύσεως, Θουκ. 2. 49· οἱ πολέμιοι ἡσύχαζον Ξεν. Ἀν. 5.4, 16· τοὺς νόμους οὐκ ἐῶν ἡσυχάζειν ἐν τιμωρίαις Λουκ. Ἀποκηρ. 19· ἡσ. πρὸς θύραν, ἐπὶ ἐραστοῦ, Ἀνθ. Π. 5. 167· - συχνὸν κατὰ μετοχ., ἡσυχάζων προσμένω Σοφ. Ο. Τ. 620, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 134· ὥστε μὴ ἡσυχάσασα αὐξηθῆναι, ἀναπαυθεῖσα ἐκ τῶν πολέμων, Θουκ. 1. 12· ἡσυχαζουσῶν τῶν νεῶν ὁ αὐτ. 1. 49· μόλις ἡσυχάσαντες ὁ αὐτ. 8. 86· ἡσυχάζουσαν τὴν διάνοιαν ἔχειν Ἰσοκρ. 87Β· τὸ ἡσυχάζον τῆς νυκτός, τὸ ἡσυχώτατον σημεῖον τῆς νυκτὸς (τὸ μεσονύκτιον), Θουκ. 7. 83· - ἡσ. ἀπό τινος, ἀπέχομαι ἀπὸ …, Ἀνθ. Π. 5, 133· - ἀλλ’ ἡσύχαζε, μόνον ἔσο ἥσυχος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 98. Ι. Α. 973. ΙΙ. μεταβατ. ἐνεργείας ἐν τῷ ἀορ. α΄, κάμνω τινὰ νὰ ἡσυχάσῃ, τὸν βάλλω νὰ ἀναπαυθῇ, ἀντίθ. τῷ κινέω, Πλάτ. Πολ. 572Α. - Παθ., ὡς ἀπρόσωπον, ἡσυχάζεται ἐπὶ τῆς γῆς, ὑπάρχει ἡσυχία, Ἑβδ. (Ἰὼβ λζ΄, 16). - Ἴδε Κόντον ἐν Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 296.

French (Bailly abrégé)

f. ἡσυχάσω ou ἡσυχάσομαι, ao. ἡσύχασα, pf. inus.
1 se tenir tranquille ou immobile : οἱ πολέμιοι ἡσύχαζον XÉN l’ennemi ne bougeait pas ; ἡσυχαζουσῶν τῶν νεῶν THC les navires restant immobiles;
2 se tenir en repos : τὸ ἡσύχαζον τῆς νυκτός THC le repos de la nuit;
3 être tranquille, vivre en paix;
4 demeurer silencieux, garder le silence.
Étymologie: ἥσυχος.