ἄκος: Difference between revisions
μέγα γὰρ τὸ τῆς θαλάσσης κράτος → great is the power of the country that controls the sea, control of the sea is a great thing, the dominion of the sea is a great matter, the rule of the sea is a great matter, the rule of the sea is indeed a great matter, control of the sea is a paramount advantage
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄκος''': -εος, τό, ([[ἀκέομαι]]) = [[θεραπεία]], [[ἴασις]], [[ἀνακούφισις]], καταφυγή, μ. γεν. πράγματος, τὸ ὁποῖον ἀποφεύγει τις: κακῶν, Ὀδ. Χ. 481· πρβλ. Ἰλ. Ι. 250, κτλ.· νυμφικῶν ἑδωλίων, Αἰσχύλ. Χο. 71· κύβους... τερπνὸν [[ἀργίας]] [[ἄκος]], Σοφ. Ἀποσπ. 380· κακὸν κακῷ διδοὺύς [[ἄκος]], ὁ αὐτ. Αἴ. 363: - ἀπολ. [[ἄκος]] εὑρεῖν, Ἰλ. Ι. 250· δίζησθαι, ἐξευρεῖν, ἐκπονεῖν, λαβεῖν, ποιεῖσθαι, Ἡρόδ. 1. 94., 4. 187., Αἰσχυλ. Ἰκ. 367, Εὐρ. Βάκχ. 327, Πλατ., κτλ.: - ἐν κυριολεκτικῇ ἰατρικῇ [[σημασία]], Ἱππ. Ὀξ. 383 καὶ (κατὰ ἰατρικήν μεταφοράν), [[ἄκος]] ἐντέμνειν, τέμνειν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 17 (πρβλ. Χο. 539), Εὐρ. Ἀνδρ. 121: - [[ἄκος]] [ἐστί] μετ’ ἀπαρεμ., [[ἄκος]] γὰρ οὐδὲν τόνδε θρηνεῖσθαι, ἀνωφελὲς [[εἶναι]] νὰ... Αἰσχυλ. Πρ. 43. 2) [[μέσον]] δι’ οὗ λαμβάνει τίς τι· μ. γεν. τοῦ ἐπιζητουμένου πράγματος, σωτηρίας, Εὐρ. Ἑλ. 1055. | |lstext='''ἄκος''': -εος, τό, ([[ἀκέομαι]]) = [[θεραπεία]], [[ἴασις]], [[ἀνακούφισις]], καταφυγή, μ. γεν. πράγματος, τὸ ὁποῖον ἀποφεύγει τις: κακῶν, Ὀδ. Χ. 481· πρβλ. Ἰλ. Ι. 250, κτλ.· νυμφικῶν ἑδωλίων, Αἰσχύλ. Χο. 71· κύβους... τερπνὸν [[ἀργίας]] [[ἄκος]], Σοφ. Ἀποσπ. 380· κακὸν κακῷ διδοὺύς [[ἄκος]], ὁ αὐτ. Αἴ. 363: - ἀπολ. [[ἄκος]] εὑρεῖν, Ἰλ. Ι. 250· δίζησθαι, ἐξευρεῖν, ἐκπονεῖν, λαβεῖν, ποιεῖσθαι, Ἡρόδ. 1. 94., 4. 187., Αἰσχυλ. Ἰκ. 367, Εὐρ. Βάκχ. 327, Πλατ., κτλ.: - ἐν κυριολεκτικῇ ἰατρικῇ [[σημασία]], Ἱππ. Ὀξ. 383 καὶ (κατὰ ἰατρικήν μεταφοράν), [[ἄκος]] ἐντέμνειν, τέμνειν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 17 (πρβλ. Χο. 539), Εὐρ. Ἀνδρ. 121: - [[ἄκος]] [ἐστί] μετ’ ἀπαρεμ., [[ἄκος]] γὰρ οὐδὲν τόνδε θρηνεῖσθαι, ἀνωφελὲς [[εἶναι]] νὰ... Αἰσχυλ. Πρ. 43. 2) [[μέσον]] δι’ οὗ λαμβάνει τίς τι· μ. γεν. τοῦ ἐπιζητουμένου πράγματος, σωτηρίας, Εὐρ. Ἑλ. 1055. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />remède ; κακῶν OD contre des maux ; [[ἄκος]] [[οὐδέν]] avec un inf. ESCHL il ne sert de rien de, <i>litt.</i> cela ne remédie à rien de.<br />'''Étymologie:''' apparenté avec [[ἦκα]] et [[ἀκέω]], [[ἀκέομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:34, 9 August 2017
English (LSJ)
εος, τό, (ἀκέομαι)
A cure, remedy, c. gen. rei, κακῶν Od.22.481, etc.; νυμφικῶν ἑδωλίων A.Ch.71; κύβους . . τερπνὸν ἀργίας ἄ. S.Fr. 479.4; κακὸν κακῷ διδοὺς ἄ. Id.Aj.363: abs., ἄ. εὑρεῖν Il.9.250; δίζησθαι, ἐξευρεῖν, ἐκπονεῖν, λαβεῖν, Hdt.1.94, 4.187, A.Supp.367, E.Ba. 327; ἄκη ποιεῖσθαι, c. dat., Pl.Lg.910a: in medical sense, Hp.Acut.1; by a medical metaph., ἄ. ἐντέμνειν, τέμνειν, A.Ag.17, E.Andr.121; ἄ. τομαῖον A.Ch.539: ἄ. [ἔστι], c. inf., ἄ. γὰρ οὐδὲν τόνδε θρηνεῖσθαι it boots not to... Id.Pr.43. 2 means of obtaining a thing, c. gen., σωτηρίας E.Hel.1055.
German (Pape)
[Seite 78] τό, Heilmittel, Hom. zweimal, Od. 22, 481 οἶσε θέειον, κακῶν ἄκος, Iliad. 9, 250 οὐδέ τι μῆχος ῥεχθέντος κακοῦ ἔστ' ἄκος εὑρεῖν; – oft sobei Trag.; aber Eur. Hel. 1061 σωτηρίας, zur Rettung; ἄκος τοῦ μὴ γίγνεσθαι ἢ τοῦ γίγνεσθαι ἧττον Arist. Pol. 5, 5; ἄκος γὰρ οὐδὲν τόνδε θρηνεῖσθαι, es nützt nichts, Aesch. Pr. 43; ἄκος δοῦναιπόνων Babr. 94. 4; Her. 4, 187; Medic.; Plat. Legg. X, 910 a ἄκος ποιεῖσθαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκος: -εος, τό, (ἀκέομαι) = θεραπεία, ἴασις, ἀνακούφισις, καταφυγή, μ. γεν. πράγματος, τὸ ὁποῖον ἀποφεύγει τις: κακῶν, Ὀδ. Χ. 481· πρβλ. Ἰλ. Ι. 250, κτλ.· νυμφικῶν ἑδωλίων, Αἰσχύλ. Χο. 71· κύβους... τερπνὸν ἀργίας ἄκος, Σοφ. Ἀποσπ. 380· κακὸν κακῷ διδοὺύς ἄκος, ὁ αὐτ. Αἴ. 363: - ἀπολ. ἄκος εὑρεῖν, Ἰλ. Ι. 250· δίζησθαι, ἐξευρεῖν, ἐκπονεῖν, λαβεῖν, ποιεῖσθαι, Ἡρόδ. 1. 94., 4. 187., Αἰσχυλ. Ἰκ. 367, Εὐρ. Βάκχ. 327, Πλατ., κτλ.: - ἐν κυριολεκτικῇ ἰατρικῇ σημασία, Ἱππ. Ὀξ. 383 καὶ (κατὰ ἰατρικήν μεταφοράν), ἄκος ἐντέμνειν, τέμνειν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 17 (πρβλ. Χο. 539), Εὐρ. Ἀνδρ. 121: - ἄκος [ἐστί] μετ’ ἀπαρεμ., ἄκος γὰρ οὐδὲν τόνδε θρηνεῖσθαι, ἀνωφελὲς εἶναι νὰ... Αἰσχυλ. Πρ. 43. 2) μέσον δι’ οὗ λαμβάνει τίς τι· μ. γεν. τοῦ ἐπιζητουμένου πράγματος, σωτηρίας, Εὐρ. Ἑλ. 1055.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
remède ; κακῶν OD contre des maux ; ἄκος οὐδέν avec un inf. ESCHL il ne sert de rien de, litt. cela ne remédie à rien de.
Étymologie: apparenté avec ἦκα et ἀκέω, ἀκέομαι.