ἀμνηστία: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(6_9) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμνηστία''': ἡ, [[λήθη]] ἀδικήματος: [[ὅθεν]] [[συγχώρησις]] ἀδικήματος κατὰ τῆς πολιτείας διαπραχθέντος, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Πλουτ. Κίμ. 42, Ἀντ. 14: ― παρὰ τοῖς δοκιμωτέροις συγγραφ. [[ἄδεια]]. ΙΙ ἀμνηστίην ἔχειν τινός = ἀμνηστεῖν, Διογ. Λ. 9. 14. | |lstext='''ἀμνηστία''': ἡ, [[λήθη]] ἀδικήματος: [[ὅθεν]] [[συγχώρησις]] ἀδικήματος κατὰ τῆς πολιτείας διαπραχθέντος, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Πλουτ. Κίμ. 42, Ἀντ. 14: ― παρὰ τοῖς δοκιμωτέροις συγγραφ. [[ἄδεια]]. ΙΙ ἀμνηστίην ἔχειν τινός = ἀμνηστεῖν, Διογ. Λ. 9. 14. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />oubli, pardon, amnistie.<br />'''Étymologie:''' [[ἄμνηστος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:42, 9 August 2017
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A forgetfulness, εἶναι ἐν ἀ. Pl.Mx.239e; ἀ. ἔχειν τινός Heraclit.Ep.2, cf. LXX Wi.19.4, Plu.2.612d, etc. 2 esp. amnesty, τῶν προγεγενημένων ἐγκλημάτων SIG633.36 (Milet., ii B. C.), cf. Str.7.2.1, Nic.Dam.Vit.Caes.28, Ph.2.75, Plu.Cic.42, Ant.14. II failure to mention thing, passing it over Corn.Rh. p.371H.
German (Pape)
[Seite 126] ἡ, das Vergessen, bes. des erlittenen Unrechts, Amnestie, Plut. Cic. 42; oft Herodian., -ίαν δοῦναι 3, 4, 17, verbunden mit συγγνώμη und ἄδεια.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμνηστία: ἡ, λήθη ἀδικήματος: ὅθεν συγχώρησις ἀδικήματος κατὰ τῆς πολιτείας διαπραχθέντος, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Πλουτ. Κίμ. 42, Ἀντ. 14: ― παρὰ τοῖς δοκιμωτέροις συγγραφ. ἄδεια. ΙΙ ἀμνηστίην ἔχειν τινός = ἀμνηστεῖν, Διογ. Λ. 9. 14.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
oubli, pardon, amnistie.
Étymologie: ἄμνηστος.