συναλλάσσω: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?

Source
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συναλλάσσω''': Ἀττικ. -ττω· μέλλ. -ξω· ― [[φέρω]] εἰς σχέσιν μετά τινος, σχετίζω, δίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροις Αἰσχ. Θήβ. 597. ― Παθητ., Ἑλένῳ συναλλαχθεῖσαν εὐναίοις γάμοις Εὐριπ. Ἀνδρ. 1245· ᾖ [εὐνῇ] ξυνηλλάχθης ἐμοὶ Σοφ. Αἴ. 493. 2) διαλλάττω, συμφιλιώνω, τινά τινι Θουκ. 1. 24· τινὰς Ξενοφ. Πόροι 5. 8· ἀπολ., Πλάτ. Νόμ. 930Α. ― Παθητ. καὶ μέσ., συνδιαλλάττομαι, ἢ [[ἔρχομαι]] εἰς συνεννόησιν μετά τινος, συμμαχῶ ἢ συνεταιρίζομαι μετά τινος, [[πρός]] τινα Θουκ. 8. 90, Ξενοφ. Ἀνάβ. 1. 2, 1· ἀπολ., [[κάμνω]] εἰρήνην, Θουκ. 5. 5, Ξεν., κλπ.· μετρίως, ἐπὶ δικαίοις ὅροις, Θουκ. 4. 19. ΙΙ. ἀμεταβ., ἔχω σχέσεις μετά τινος, συναντῶ αὐτόν που, μὴ συναλλάξαντά πω Σοφ. Ο. Τ. 1110, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 4, Δημ. 760. 12· [[ὡσαύτως]], ἦ ξυνήλλαξας τί πω; ἔσχες σχέσεις μετ’ [[αὐτοῦ]] ποτέ; Σοφ. Ο. Τ. 1130. 2) [[ἔρχομαι]] εἰς σχέσεις ἢ συμφωνίας μετά τινος (ἴδε [[συνάλλαγμα]] ΙΙ), Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 10. 8, 7, πρβλ. 8. 13, 5· κἑξ.· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., τοιοῦτο [[πρᾶγμα]] συναλλάττων Δημ. 867. 11, πρβλ. 8. 9. 21.
|lstext='''συναλλάσσω''': Ἀττικ. -ττω· μέλλ. -ξω· ― [[φέρω]] εἰς σχέσιν μετά τινος, σχετίζω, δίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροις Αἰσχ. Θήβ. 597. ― Παθητ., Ἑλένῳ συναλλαχθεῖσαν εὐναίοις γάμοις Εὐριπ. Ἀνδρ. 1245· ᾖ [εὐνῇ] ξυνηλλάχθης ἐμοὶ Σοφ. Αἴ. 493. 2) διαλλάττω, συμφιλιώνω, τινά τινι Θουκ. 1. 24· τινὰς Ξενοφ. Πόροι 5. 8· ἀπολ., Πλάτ. Νόμ. 930Α. ― Παθητ. καὶ μέσ., συνδιαλλάττομαι, ἢ [[ἔρχομαι]] εἰς συνεννόησιν μετά τινος, συμμαχῶ ἢ συνεταιρίζομαι μετά τινος, [[πρός]] τινα Θουκ. 8. 90, Ξενοφ. Ἀνάβ. 1. 2, 1· ἀπολ., [[κάμνω]] εἰρήνην, Θουκ. 5. 5, Ξεν., κλπ.· μετρίως, ἐπὶ δικαίοις ὅροις, Θουκ. 4. 19. ΙΙ. ἀμεταβ., ἔχω σχέσεις μετά τινος, συναντῶ αὐτόν που, μὴ συναλλάξαντά πω Σοφ. Ο. Τ. 1110, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 4, Δημ. 760. 12· [[ὡσαύτως]], ἦ ξυνήλλαξας τί πω; ἔσχες σχέσεις μετ’ [[αὐτοῦ]] ποτέ; Σοφ. Ο. Τ. 1130. 2) [[ἔρχομαι]] εἰς σχέσεις ἢ συμφωνίας μετά τινος (ἴδε [[συνάλλαγμα]] ΙΙ), Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 10. 8, 7, πρβλ. 8. 13, 5· κἑξ.· [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., τοιοῦτο [[πρᾶγμα]] συναλλάττων Δημ. 867. 11, πρβλ. 8. 9. 21.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> mettre en relation, unir : τινά τινι une personne à une autre ; <i>Pass.</i> avoir des relations avec, être uni <i>ou</i> s’unir avec, τινι;<br /><b>2</b> réconcilier : τινά τινι une personne avec une autre ; <i>Pass.</i> se réconcilier : [[πρός]] τινα avec qqn;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> avoir des relations avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀλλάσσω]].
}}
}}

Revision as of 19:43, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναλλάσσω Medium diacritics: συναλλάσσω Low diacritics: συναλλάσσω Capitals: ΣΥΝΑΛΛΑΣΣΩ
Transliteration A: synallássō Transliteration B: synallassō Transliteration C: synallasso Beta Code: sunalla/ssw

English (LSJ)

Att. συναλλάττω, pf.

   A συνήλλαχα SIG742.55 (Ephesus, i B.C.). etc.: 2 aor. Pass. συνηλλάγην PTeb.329.10:—bring into intercourse with, associate with, δίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροις A. Th.597:—Pass., have intercourse with, Ἑλένῳ συναλλαχθεῖσαν εὐναίοις γάμοις E.Andr.1245; ᾗ [εὐνῇ] ξυνηλλάχθης ἐμοί S.Aj.493.    2 reconcile, τινάς τισι Th.1.24; τινας, opp. διαλλάττειν, X.Vect.5.8; τινὰς εἰς εἰρήνην Act.Ap.7.26: abs., Pl.Lg.930a:—Pass. and Med., to be reconciled or come to terms with, make a league or alliance with, πρός τινας Th.8.90, X.An.1.2.1: abs., make peace, Th.5.5, X.HG2.4.43, etc.; μετρίως on fair terms, Th.4.19.    II intr., have dealings with another, S.OT1110, E.Heracl.4; ἦ ξυνήλλαξάς τί που; hast thou had any dealings with him, S.OT1130.    2 enter into engagements or contracts (cf. συνάλλαγμα 11), Leg.Gort.9.44, al., Arist.EN1162b24, 1178b11, D.24.192, Din. ap. Gramm. in Reitzenstein Ind.Lect.Rost. 1892/3p.7, PCair.Zen.359.6, 12 (iii B.C.), SIGl.c.; οἱ συνηλλαχότες the parties to a contract, PTeb.5.212 (ii B.C.), cf. POxy.34i 10, al. (ii A.D.): c. acc. cogn., τοιοῦτον πρᾶγμα συναλλάττων D.30.12, cf. D.H.6.22, BGU1062.10:—Pass., to be the subject of a contract, PTeb.329.10 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 998] att. -ττω, mit einem Andern Etwas wechseln, umtauschen, vertauschen, Sp. – Dah. übertr., aussöhnen, vereinigen, Aesch. Spt. 579; so pass., καί σ' ἀντιάζω πρός τ' ἐφεστίου Διὸς εὐνῆς τε τῆς σῆς, ᾑ συνηλλάχθης ἐμοί, Soph. Ai. 493; Eur. Heracl. 4; Plat. Legg. XI, 930 a; πρός τινα, Thuc. 8, 90; Folgde; – intr. mit Einem Umgang, Verkehr haben, Soph. O. R. 1110; Eur. Heracl. 4; mit ihm umgehen, χρώμεθα ἀλλήλοις καὶ συναλλάττομεν, Dem. 24, 192.

Greek (Liddell-Scott)

συναλλάσσω: Ἀττικ. -ττω· μέλλ. -ξω· ― φέρω εἰς σχέσιν μετά τινος, σχετίζω, δίκαιον ἄνδρα τοῖσι δυσσεβεστέροις Αἰσχ. Θήβ. 597. ― Παθητ., Ἑλένῳ συναλλαχθεῖσαν εὐναίοις γάμοις Εὐριπ. Ἀνδρ. 1245· ᾖ [εὐνῇ] ξυνηλλάχθης ἐμοὶ Σοφ. Αἴ. 493. 2) διαλλάττω, συμφιλιώνω, τινά τινι Θουκ. 1. 24· τινὰς Ξενοφ. Πόροι 5. 8· ἀπολ., Πλάτ. Νόμ. 930Α. ― Παθητ. καὶ μέσ., συνδιαλλάττομαι, ἢ ἔρχομαι εἰς συνεννόησιν μετά τινος, συμμαχῶ ἢ συνεταιρίζομαι μετά τινος, πρός τινα Θουκ. 8. 90, Ξενοφ. Ἀνάβ. 1. 2, 1· ἀπολ., κάμνω εἰρήνην, Θουκ. 5. 5, Ξεν., κλπ.· μετρίως, ἐπὶ δικαίοις ὅροις, Θουκ. 4. 19. ΙΙ. ἀμεταβ., ἔχω σχέσεις μετά τινος, συναντῶ αὐτόν που, μὴ συναλλάξαντά πω Σοφ. Ο. Τ. 1110, Εὐρ. Ἡρακλ. 4, Δημ. 760. 12· ὡσαύτως, ἦ ξυνήλλαξας τί πω; ἔσχες σχέσεις μετ’ αὐτοῦ ποτέ; Σοφ. Ο. Τ. 1130. 2) ἔρχομαι εἰς σχέσεις ἢ συμφωνίας μετά τινος (ἴδε συνάλλαγμα ΙΙ), Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 10. 8, 7, πρβλ. 8. 13, 5· κἑξ.· μετὰ συστοίχ. αἰτ., τοιοῦτο πρᾶγμα συναλλάττων Δημ. 867. 11, πρβλ. 8. 9. 21.

French (Bailly abrégé)

I. tr. 1 mettre en relation, unir : τινά τινι une personne à une autre ; Pass. avoir des relations avec, être uni ou s’unir avec, τινι;
2 réconcilier : τινά τινι une personne avec une autre ; Pass. se réconcilier : πρός τινα avec qqn;
II. intr. avoir des relations avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀλλάσσω.