αὔω: Difference between revisions

From LSJ

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὔω''': Ἀττ. αὕω (πρβλ. ἀφαύω)· [[ἀναύω]], [[ἀνάπτω]], [[ἀνάπτω]] πῦρ, ἵνα μή ποθεν [[ἄλλοθεν]] αὔοι Ὀδ. Ε. 490, ― [[ἔνθα]] οἱ Ἀττικοὶ θὰ ἔλεγον ἐναύοι, πρβλ. Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 589) ἐν τοῖς Α. Β. 13. ― Μέσ. ἀνάπτομαι, «παίρνω φωτιά», Ἄρατ. 1035. ― Μόνον ποιητ. πρβλ. [[ἀφαύω]], [[ἐναύω]], (ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται αἱ λέξεις αὗος, [[αὐαίνω]], [[αὐσταλέος]], [[αὐστηρός]], [[αὐχμός]], [[ὡσαύτως]] εὔω ἤ εὕω, [[εὕστρα]], [[Εὖρος]], πρβλ. Σανσκρ. ush, ôshâmi ([[καίω]]), ushnas ([[θερμός]])· Λατ. uro (√us), ustus, Auster (;))<br />μέλλ. ἀΰσω: ἀόρ. ἤϋσα· [ἐν τῷ ἐνεστῶτι καὶ παρατ. τὸ αυ- [[εἶναι]] [[δίφθογγος]], ἐν δὲ τῷ μέλλ. καὶ ἀορ. δύο συλλαβαὶ ᾽ᾰῡσα, ἤῡσα, πρβλ. [[ἐπαύω]]]. Βοῶ ἰσχυρῶς, φωνάζω, [[κράζω]] μεγαλοφώνως, «χουγιάζω», συχνὸν παρ’ Ὁμ., αὖε δ’ [[Ἀθήνη]] Ἰλ. Υ. 48· πρβλ. Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 56, κἑξ.· κέκλετ’ ἀΰσας Δ. 508, πρβλ. Ζ. 66, κτλ.· μακρὸν ἄϋσε Ε. 301· [[ἔνθα]] στᾶσ’ ἤϋσε θεὰ μέγα τε δεινόν τε ὄρθι’ Λ. 10· ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον [[αὐτόθι]] 275, κτλ.· [[ὡσαύτως]] παρὰ Τραγ., αὔειν, λακάζειν Αἰσχύλ. Θήβ. 186· μηδὲν μέγ’ ἀΰσῃς Σοφ. Ἠλ. 830· δεινὸν δ’ ἀΰσας Ο. Τ. 1260· [[μετὰ]] συστοίχου αἰτ., [[ἀφίημι]], [[ἐκβάλλω]], [[ἐκπέμπω]], στεναγμὸν… ἀΰσατ’ Εὐρ. Ἱκ. 798· τίν’ αὐδὰν ἀΰσω ὁ αὐτ. Ἴων 1446· ἤϋσεν φωνὴν Συλλογ. Ἐπιγρ. 4748. 2) μετ’ αἰτ. προσώπ., καλῶ μεγάλῃ τῇ φωνῇ, αὖε δ’ ἑταίρους Ἰλ. Λ. 461., Ν. 475, πρβλ. Ὀδ. Ι. 65, Θεόκρ. 13. 58. 3) σπάν. ἐπὶ πράγμ., ἠχῶ, καρφάλεον δέ οἱ… ἀσπὶς ἄϋσεν Ἰλ. Υ. 409 (ἴδε ἐν λ. [[αὖος]] 1)· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, [[βρέμω]], ῥοθῶ, παταγῶ, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 566· ([[ἐντεῦθεν]] ἀϋτή, ἀϋτέω ἰω-ή (= ἰωF-ή)· ἡ δὲ πρώτη [[ῥίζα]] [[εἶναι]] αF-, ἄημι ὅ ἴδε).
|lstext='''αὔω''': Ἀττ. αὕω (πρβλ. ἀφαύω)· [[ἀναύω]], [[ἀνάπτω]], [[ἀνάπτω]] πῦρ, ἵνα μή ποθεν [[ἄλλοθεν]] αὔοι Ὀδ. Ε. 490, ― [[ἔνθα]] οἱ Ἀττικοὶ θὰ ἔλεγον ἐναύοι, πρβλ. Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 589) ἐν τοῖς Α. Β. 13. ― Μέσ. ἀνάπτομαι, «παίρνω φωτιά», Ἄρατ. 1035. ― Μόνον ποιητ. πρβλ. [[ἀφαύω]], [[ἐναύω]], (ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται αἱ λέξεις αὗος, [[αὐαίνω]], [[αὐσταλέος]], [[αὐστηρός]], [[αὐχμός]], [[ὡσαύτως]] εὔω ἤ εὕω, [[εὕστρα]], [[Εὖρος]], πρβλ. Σανσκρ. ush, ôshâmi ([[καίω]]), ushnas ([[θερμός]])· Λατ. uro (√us), ustus, Auster (;))<br />μέλλ. ἀΰσω: ἀόρ. ἤϋσα· [ἐν τῷ ἐνεστῶτι καὶ παρατ. τὸ αυ- [[εἶναι]] [[δίφθογγος]], ἐν δὲ τῷ μέλλ. καὶ ἀορ. δύο συλλαβαὶ ᾽ᾰῡσα, ἤῡσα, πρβλ. [[ἐπαύω]]]. Βοῶ ἰσχυρῶς, φωνάζω, [[κράζω]] μεγαλοφώνως, «χουγιάζω», συχνὸν παρ’ Ὁμ., αὖε δ’ [[Ἀθήνη]] Ἰλ. Υ. 48· πρβλ. Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 56, κἑξ.· κέκλετ’ ἀΰσας Δ. 508, πρβλ. Ζ. 66, κτλ.· μακρὸν ἄϋσε Ε. 301· [[ἔνθα]] στᾶσ’ ἤϋσε θεὰ μέγα τε δεινόν τε ὄρθι’ Λ. 10· ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον [[αὐτόθι]] 275, κτλ.· [[ὡσαύτως]] παρὰ Τραγ., αὔειν, λακάζειν Αἰσχύλ. Θήβ. 186· μηδὲν μέγ’ ἀΰσῃς Σοφ. Ἠλ. 830· δεινὸν δ’ ἀΰσας Ο. Τ. 1260· [[μετὰ]] συστοίχου αἰτ., [[ἀφίημι]], [[ἐκβάλλω]], [[ἐκπέμπω]], στεναγμὸν… ἀΰσατ’ Εὐρ. Ἱκ. 798· τίν’ αὐδὰν ἀΰσω ὁ αὐτ. Ἴων 1446· ἤϋσεν φωνὴν Συλλογ. Ἐπιγρ. 4748. 2) μετ’ αἰτ. προσώπ., καλῶ μεγάλῃ τῇ φωνῇ, αὖε δ’ ἑταίρους Ἰλ. Λ. 461., Ν. 475, πρβλ. Ὀδ. Ι. 65, Θεόκρ. 13. 58. 3) σπάν. ἐπὶ πράγμ., ἠχῶ, καρφάλεον δέ οἱ… ἀσπὶς ἄϋσεν Ἰλ. Υ. 409 (ἴδε ἐν λ. [[αὖος]] 1)· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, [[βρέμω]], ῥοθῶ, παταγῶ, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 566· ([[ἐντεῦθεν]] ἀϋτή, ἀϋτέω ἰω-ή (= ἰωF-ή)· ἡ δὲ πρώτη [[ῥίζα]] [[εἶναι]] αF-, ἄημι ὅ ἴδε).
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span><i>c.</i> [[ἀΰω]].<br /><span class="bld">2</span>v. [[αὕω]].
}}
}}

Revision as of 19:49, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὔω Medium diacritics: αὔω Low diacritics: αύω Capitals: ΑΥΩ
Transliteration A: aúō Transliteration B: auō Transliteration C: ayo Beta Code: au)/w

English (LSJ)

(A),

   A get a light, light a fire, ἵνα μή ποθεν ἄλλοθεν αὔοι Od.5.490: —Med., take fire, Arat.1035.—Only poet. (Cf. ἐναύω, etc.; from αὐσιω, cf. ONorse ausa 'sprinkle', Lat. haurio, haustum.)
αὔω (B), fut.

   A ἀΰσω E.Ion 1446: aor. ἤϋσα (v. infr.):—cry out, shout, call aloud, freq. in Hom., αὖε δ' Ἀθήνη Il.20.48, cf. Call.Dian.56 sq.; κέκλετ' ἀΰσας Il.4.508, cf. 6.66, etc.; μακρὸν ἄϋσε 5.101; ἤϋσε . . μέγα τε δεινόν τε ὄρθια 11.10; ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον ib.275, etc.:—also in Trag., αὔειν λακάζειν A.Th.186; μηδὲν μέγ' ἀΰσῃς S.El.830 (lyr.); δεινὸν δ' ἀΰσας OT1260: c. acc. cogn., utter, στεναγμὸν . . ἀΰσατ' E. Supp.800 (lyr.); τίν' αὐδὰν ἀΰσω; Id.Ion1446.    2 c. acc. pers., call upon, αὖε δ' ἑταίρους Il.11.461, 13.475, cf. Od.9.65, Theoc.13.58.    3 rarely of things, ring, καρφαλέον δέ οἱ ἀσπὶς . . ἄϋσεν Il.13.409 (v. sub αὖος 2); of the sea, roar, A.R.2.566. [In pres. and impf. αὐ- is a diphthong; in fut. and aor. a disyll. ᾰῡσω, ἤῡσα.]
αὔω (C),

   A = ἄω (A) II, ἰαύω, Nic.Th.263,283.

German (Pape)

[Seite 406] wird als Stamm von ἰαύω u. ψαύω von den Grammatikern angeführt). impf. αὖον, fut. ἀΰσω, aor. ἀϋσαι (mit ἄω, ἄημι zusammenhängend), schreien, rufen, αὖε Il. 20, 48. 51; oft mit μακρόν, μέγα, δεινόν verbunden, αἱ δ' ἐπὶ μακρὸν ἄυσαν Od. 6, 117; τῷ δ' ἐπὶ μακρὸν ἄυσε Il. 5, 101; δεινὸν ἀύσαντες 16, 566, u. oft in diesem partic.; Aesch. Spt. 168; Eur. Suppl. 821; τινά, Einen rufen, αὖε δ' ἑταίρους Il. 11, 461; τρὶς ἕκαστον ἀῦσαι Od. 9, 65; von leblosen Dingen, ertönen, καρφαλέον ἀσπὶς ἄυσεν Il. 13, 409; vom Panzer, αὖον ἄυσεν ἐρεικόμενος περὶ δουρί 13, 441; vom Tosen des Meeres Ap. Rh. 2, 567. S. ἀϋτέω. att. αὕω (ausdörren), anzünden, Od. 5, 490 ἵνα μή ποθεν ἄλλοθεν αὔῃ, Feuer wo anders herholen. – Med. sich entzünden, Arat. 1034. S. compp.

Greek (Liddell-Scott)

αὔω: Ἀττ. αὕω (πρβλ. ἀφαύω)· ἀναύω, ἀνάπτω, ἀνάπτω πῦρ, ἵνα μή ποθεν ἄλλοθεν αὔοι Ὀδ. Ε. 490, ― ἔνθα οἱ Ἀττικοὶ θὰ ἔλεγον ἐναύοι, πρβλ. Ἀριστοφ. (Ἀποσπ. 589) ἐν τοῖς Α. Β. 13. ― Μέσ. ἀνάπτομαι, «παίρνω φωτιά», Ἄρατ. 1035. ― Μόνον ποιητ. πρβλ. ἀφαύω, ἐναύω, (ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης παράγονται αἱ λέξεις αὗος, αὐαίνω, αὐσταλέος, αὐστηρός, αὐχμός, ὡσαύτως εὔω ἤ εὕω, εὕστρα, Εὖρος, πρβλ. Σανσκρ. ush, ôshâmi (καίω), ushnas (θερμός)· Λατ. uro (√us), ustus, Auster (;))
μέλλ. ἀΰσω: ἀόρ. ἤϋσα· [ἐν τῷ ἐνεστῶτι καὶ παρατ. τὸ αυ- εἶναι δίφθογγος, ἐν δὲ τῷ μέλλ. καὶ ἀορ. δύο συλλαβαὶ ᾽ᾰῡσα, ἤῡσα, πρβλ. ἐπαύω]. Βοῶ ἰσχυρῶς, φωνάζω, κράζω μεγαλοφώνως, «χουγιάζω», συχνὸν παρ’ Ὁμ., αὖε δ’ Ἀθήνη Ἰλ. Υ. 48· πρβλ. Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 56, κἑξ.· κέκλετ’ ἀΰσας Δ. 508, πρβλ. Ζ. 66, κτλ.· μακρὸν ἄϋσε Ε. 301· ἔνθα στᾶσ’ ἤϋσε θεὰ μέγα τε δεινόν τε ὄρθι’ Λ. 10· ἤϋσεν δὲ διαπρύσιον αὐτόθι 275, κτλ.· ὡσαύτως παρὰ Τραγ., αὔειν, λακάζειν Αἰσχύλ. Θήβ. 186· μηδὲν μέγ’ ἀΰσῃς Σοφ. Ἠλ. 830· δεινὸν δ’ ἀΰσας Ο. Τ. 1260· μετὰ συστοίχου αἰτ., ἀφίημι, ἐκβάλλω, ἐκπέμπω, στεναγμὸν… ἀΰσατ’ Εὐρ. Ἱκ. 798· τίν’ αὐδὰν ἀΰσω ὁ αὐτ. Ἴων 1446· ἤϋσεν φωνὴν Συλλογ. Ἐπιγρ. 4748. 2) μετ’ αἰτ. προσώπ., καλῶ μεγάλῃ τῇ φωνῇ, αὖε δ’ ἑταίρους Ἰλ. Λ. 461., Ν. 475, πρβλ. Ὀδ. Ι. 65, Θεόκρ. 13. 58. 3) σπάν. ἐπὶ πράγμ., ἠχῶ, καρφάλεον δέ οἱ… ἀσπὶς ἄϋσεν Ἰλ. Υ. 409 (ἴδε ἐν λ. αὖος 1)· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, βρέμω, ῥοθῶ, παταγῶ, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 566· (ἐντεῦθεν ἀϋτή, ἀϋτέω ἰω-ή (= ἰωF-ή)· ἡ δὲ πρώτη ῥίζα εἶναι αF-, ἄημι ὅ ἴδε).

French (Bailly abrégé)

1c. ἀΰω.
2v. αὕω.