ἄφαντος: Difference between revisions

From LSJ
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄφαντος''': -ον, (φαίνομαι) ὁ καταστὰς [[ἀφανής]], [[ἀόρατος]], ὁ ἐξαφανισθείς, «λησμονημένος», ἀκήδεστοι καὶ ἄφ. Ἰλ. Ζ. 60· ἄσπερμος γενεὴ καὶ ἄφ. ὄληται Υ. 303, κτλ.· κεκκρυμένος, ἄφ. [[ἕρμα]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1007· ἔφην ἄφαντον φῶς (silicis venis abstrusum excudit ignem), Σοφ. Φιλ. 297· ἀφ. ἔπελες Πινδ. Ο. 1. 72· ἐκ βροτῶν ἀφ βῆναι Σοφ. Ο.Τ. 382· ἀνὴρ [[ἄφαντος]] ἐκ… στρατοῦ Αἰσχύλ. Ἀγ. 624· ἀφ. οἴχεσθαι, ἔρρειν, = ἀφανισθῆναι [[αὐτόθι]] 657. Σοφ. Ο. Τ. 560· ἀρθεῖσ’ [[ἄφαντος]] Εὐρ. Ἑλ. 606· ἐκ χερῶν ὁ αὐτ. Ἱππ. 827· [[ἴχνος]] ἀφ. πλατᾶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 695· 2) ἐν κρυπτῷ ἄφαντ. βρέμειν Πινδ. 11. 11, 46. 3) [[σκοτεινός]], ἄσημος, [[ἀφανής]], Πινδ. Ν. 8. 58. Μόνον ποιητ. [[λέξις]] καὶ ἐν τῇ Καιν. Διαθ.
|lstext='''ἄφαντος''': -ον, (φαίνομαι) ὁ καταστὰς [[ἀφανής]], [[ἀόρατος]], ὁ ἐξαφανισθείς, «λησμονημένος», ἀκήδεστοι καὶ ἄφ. Ἰλ. Ζ. 60· ἄσπερμος γενεὴ καὶ ἄφ. ὄληται Υ. 303, κτλ.· κεκκρυμένος, ἄφ. [[ἕρμα]] Αἰσχύλ. Ἀγ. 1007· ἔφην ἄφαντον φῶς (silicis venis abstrusum excudit ignem), Σοφ. Φιλ. 297· ἀφ. ἔπελες Πινδ. Ο. 1. 72· ἐκ βροτῶν ἀφ βῆναι Σοφ. Ο.Τ. 382· ἀνὴρ [[ἄφαντος]] ἐκ… στρατοῦ Αἰσχύλ. Ἀγ. 624· ἀφ. οἴχεσθαι, ἔρρειν, = ἀφανισθῆναι [[αὐτόθι]] 657. Σοφ. Ο. Τ. 560· ἀρθεῖσ’ [[ἄφαντος]] Εὐρ. Ἑλ. 606· ἐκ χερῶν ὁ αὐτ. Ἱππ. 827· [[ἴχνος]] ἀφ. πλατᾶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 695· 2) ἐν κρυπτῷ ἄφαντ. βρέμειν Πινδ. 11. 11, 46. 3) [[σκοτεινός]], ἄσημος, [[ἀφανής]], Πινδ. Ν. 8. 58. Μόνον ποιητ. [[λέξις]] καὶ ἐν τῇ Καιν. Διαθ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qu’on ne voit pas, invisible, caché;<br /><b>2</b> qu’on ne voit plus, disparu, anéanti ; ἄφαντον οἴχεσθαι <i>ou</i> ἔρρειν ESCHL, SOPH disparaître, s’anéantir ; oublié.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[φαίνω]].
}}
}}

Revision as of 19:50, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄφαντος Medium diacritics: ἄφαντος Low diacritics: άφαντος Capitals: ΑΦΑΝΤΟΣ
Transliteration A: áphantos Transliteration B: aphantos Transliteration C: afantos Beta Code: a)/fantos

English (LSJ)

ον, (φαίνομαι)

   A made invisible, blotted out, ἀκήδεστοι καὶ ἄ. Il.6.60; ἄσπερμος γενεὴ καὶ ἄ. ὄληται 20.303, etc.; hidden, ἄ. ἕρμα A.Ag.1007 (lyr.); ἔφην' ἄφαντον φῶς S.Ph.297; ἄ. ἔπελες Pi.O.1.46; ἐκ βροτῶν ἄ. βῆναι S.OT832; ἁνὴρ ἄ. ἐκ . . στρατοῦ he has disappeared, A.Ag.624; ἄ. οἴχεσθαι ib.657, Jul.Or.2.59a; ἔρρειν S.OT560; ἀρθεῖσ' ἄ. E.Hel.606; ἐκ χερῶν Id.Hipp.827 (lyr.); ἴχνος πλατᾶν ἄ. disappearing, A.Ag.695 (lyr.); invisible, νύξ Parm.9.3.    2 in secret, ἄφαντα βρέμειν Pi.P.11.30.    3 obscure, Id.N.8.34; θεοῖς δῆλος θνητοῖσι δ' ἄ. Epimenid.II.—Poet. and late Prose, ἄ. γενέσθαι D.S.3.60, 4.65, Ev.Luc.24.31; τὰ ἄφαντα φήναντες Aristid.1.260 J., cf. Sch.Arat. 899.

German (Pape)

[Seite 407] unsichtbar, verdunkelt, verschwunden, wie ἀφανής; nur bei Dichtern; Hom. Iliad. 6, 60. 20, 303; bes. Tragg.; ἄφαντον φῶς, unerwartet, Soph. Phil. 297.

Greek (Liddell-Scott)

ἄφαντος: -ον, (φαίνομαι) ὁ καταστὰς ἀφανής, ἀόρατος, ὁ ἐξαφανισθείς, «λησμονημένος», ἀκήδεστοι καὶ ἄφ. Ἰλ. Ζ. 60· ἄσπερμος γενεὴ καὶ ἄφ. ὄληται Υ. 303, κτλ.· κεκκρυμένος, ἄφ. ἕρμα Αἰσχύλ. Ἀγ. 1007· ἔφην ἄφαντον φῶς (silicis venis abstrusum excudit ignem), Σοφ. Φιλ. 297· ἀφ. ἔπελες Πινδ. Ο. 1. 72· ἐκ βροτῶν ἀφ βῆναι Σοφ. Ο.Τ. 382· ἀνὴρ ἄφαντος ἐκ… στρατοῦ Αἰσχύλ. Ἀγ. 624· ἀφ. οἴχεσθαι, ἔρρειν, = ἀφανισθῆναι αὐτόθι 657. Σοφ. Ο. Τ. 560· ἀρθεῖσ’ ἄφαντος Εὐρ. Ἑλ. 606· ἐκ χερῶν ὁ αὐτ. Ἱππ. 827· ἴχνος ἀφ. πλατᾶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 695· 2) ἐν κρυπτῷ ἄφαντ. βρέμειν Πινδ. 11. 11, 46. 3) σκοτεινός, ἄσημος, ἀφανής, Πινδ. Ν. 8. 58. Μόνον ποιητ. λέξις καὶ ἐν τῇ Καιν. Διαθ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qu’on ne voit pas, invisible, caché;
2 qu’on ne voit plus, disparu, anéanti ; ἄφαντον οἴχεσθαι ou ἔρρειν ESCHL, SOPH disparaître, s’anéantir ; oublié.
Étymologie: ἀ, φαίνω.