ἐγχωρέω: Difference between revisions

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source
(6_2)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐγχωρέω''': [[παρέχω]] χῶρον, [[ἐπιτρέπω]], ὁ [[χρόνος]] οὐκ ἐγχωρεῖ, μετ’ ἀπαρ., Λυσ. 175. 33, Ξεν. Ἱππ. 12. 13· ἀπολ., ὅσον ἡ [[δεκάτη]] ἐνεχώρεε, ὅσον ἐπέτρεπον αὐτῇ τὰ χρήματα τῆς δεκάτης, Ἡρόδ. 2. 135· ἐὰν ἐγχωρῇ τὸ [[ὕδωρ]] (δηλ. τὸ ἐν τῇ κλεψύδρᾳ) Δημ. 1094. 3. 2) ἐγχωρεῖ, ἀπροσώπως, ἐπιτρέπεται, [[μετὰ]] δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ., ἐγχ. αὐτῷ εἰδέναι Ἀντιφῶν 112. 18, πρβλ. 140. 12, Πλάτ. Πρωτ. 321D, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 16, κτλ.· οἷς ἐγχ. ὑβρισταῖς [[εἶναι]] Λυσ. 169. 35· - [[ὡσαύτως]], ἀπολ., ἔτι ἐγχωρεῖ, ὑπάρχει ἔτι [[καιρός]], Πλάτ. Φαίδων 116Ε· [[οὐκέτι]] ἐγχωρεῖ Δημ. 52. 7· συχνὸν παρ’ Ἀριστ. = ἐνδέχεται· - [[οὕτως]], ἐγχωροῦν ἐστι Παυσ. 3. 24, 11.
|lstext='''ἐγχωρέω''': [[παρέχω]] χῶρον, [[ἐπιτρέπω]], ὁ [[χρόνος]] οὐκ ἐγχωρεῖ, μετ’ ἀπαρ., Λυσ. 175. 33, Ξεν. Ἱππ. 12. 13· ἀπολ., ὅσον ἡ [[δεκάτη]] ἐνεχώρεε, ὅσον ἐπέτρεπον αὐτῇ τὰ χρήματα τῆς δεκάτης, Ἡρόδ. 2. 135· ἐὰν ἐγχωρῇ τὸ [[ὕδωρ]] (δηλ. τὸ ἐν τῇ κλεψύδρᾳ) Δημ. 1094. 3. 2) ἐγχωρεῖ, ἀπροσώπως, ἐπιτρέπεται, [[μετὰ]] δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ., ἐγχ. αὐτῷ εἰδέναι Ἀντιφῶν 112. 18, πρβλ. 140. 12, Πλάτ. Πρωτ. 321D, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 16, κτλ.· οἷς ἐγχ. ὑβρισταῖς [[εἶναι]] Λυσ. 169. 35· - [[ὡσαύτως]], ἀπολ., ἔτι ἐγχωρεῖ, ὑπάρχει ἔτι [[καιρός]], Πλάτ. Φαίδων 116Ε· [[οὐκέτι]] ἐγχωρεῖ Δημ. 52. 7· συχνὸν παρ’ Ἀριστ. = ἐνδέχεται· - [[οὕτως]], ἐγχωροῦν ἐστι Παυσ. 3. 24, 11.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>propr.</i> donner place dans ; se prêter à, permettre de ; • <i>impers.</i> ἐγχωρεῖ il est permis, il est possible : [[οὐ]] γὰρ [[ἔτι]] ἐνεχώρει μένειν XÉN car il n’y avait plus moyen de rester ; <i>abs.</i> [[ἔτι]] ἐγχωρεῖ PLAT cela est encore possible, il est encore temps.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[χωρέω]].
}}
}}

Revision as of 19:53, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐγχωρέω Medium diacritics: ἐγχωρέω Low diacritics: εγχωρέω Capitals: ΕΓΧΩΡΕΩ
Transliteration A: enchōréō Transliteration B: enchōreō Transliteration C: egchoreo Beta Code: e)gxwre/w

English (LSJ)

   A give room to do a thing, allow, ὁ χρὁνος οὐκ ἐγχωρεῖ, c. inf., Lys.26.6, X.Eq.12.13: abs., ὅσον ἐνεχώρεε ἡ δεκάτη so far as the money allowed her to go, Hdt.2.135; ἂν ἐγχωρῇ τὸ ὕδωρ (i.e. the water-clock), D.44.45.    b c. acc., admit of, κλίσιν Arr.Tact. 11.4.    2 ἐγχωρεῖ, impers., there is time, it is possible or allowable, c. dat. pers. et inf., ἐ. αὐτῷ εἰδέναι Antipho 1.7, cf. 5.90, Pl. Prt.321d, X.HG2.3.16, etc.; οἷς ἐ. ὑβρισταῖς εἶναι Lys.24.15: also abs., ἔτι ἐ. there is yet time, Pl.Phd.116e; οὐκέτ' ἐγχωρεῖ D.4.41; = ἐνδέχεται, Arist.APr.25b10, al.; ἐφ' ὁπόσον ἂν ἐγχωρῇ D.H.Comp.6; ἐγχωροῦν ἐστί Paus.3.24.11; κατὰ τὸ ἐγχωροῦν as far as possible, Paul. Aeg.6.99.    II pass, εἰς ἑτέραν ὑποθήκην BGU907.15 (iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 714] Raum geben, gestatten; ὅσον ἐνεχώρεε ἡ δεκάτη οἱ Her. 2, 135; ἐὰν ἐγχωρῇ τὸ ὕδωρ, die Wasseruhr, die Zeit, Dem. 44, 45; Xen. Equ. 12, 13 ὁ χρόνος ἐγχωρεῖ ἀποστρέψαι. Gew. imperf. ἐγχωρεῖ, es geht an, ist möglich, B. A. 95, = ἐνδέχεται; τινί, Antiph. 1, 7; τινὶ ὑβριστῇ εἶναι Lys. 24, 15; im Ggstz von οὐ προσήκει, Plat. Legg. XI, 916 e u. öfter; τινί – εἰδέναι Rep. III, 403 e; mit acc. c. inf., Soph. 264 d Rep. III, 408 e; ἔτι ἐγχωρεῖ, noch ist es Zeit, Phaed. 116 e; vgl. Xen. Hell. 2, 2, 21.

Greek (Liddell-Scott)

ἐγχωρέω: παρέχω χῶρον, ἐπιτρέπω, ὁ χρόνος οὐκ ἐγχωρεῖ, μετ’ ἀπαρ., Λυσ. 175. 33, Ξεν. Ἱππ. 12. 13· ἀπολ., ὅσον ἡ δεκάτη ἐνεχώρεε, ὅσον ἐπέτρεπον αὐτῇ τὰ χρήματα τῆς δεκάτης, Ἡρόδ. 2. 135· ἐὰν ἐγχωρῇ τὸ ὕδωρ (δηλ. τὸ ἐν τῇ κλεψύδρᾳ) Δημ. 1094. 3. 2) ἐγχωρεῖ, ἀπροσώπως, ἐπιτρέπεται, μετὰ δοτ. προσ. καὶ ἀπαρ., ἐγχ. αὐτῷ εἰδέναι Ἀντιφῶν 112. 18, πρβλ. 140. 12, Πλάτ. Πρωτ. 321D, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 16, κτλ.· οἷς ἐγχ. ὑβρισταῖς εἶναι Λυσ. 169. 35· - ὡσαύτως, ἀπολ., ἔτι ἐγχωρεῖ, ὑπάρχει ἔτι καιρός, Πλάτ. Φαίδων 116Ε· οὐκέτι ἐγχωρεῖ Δημ. 52. 7· συχνὸν παρ’ Ἀριστ. = ἐνδέχεται· - οὕτως, ἐγχωροῦν ἐστι Παυσ. 3. 24, 11.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
propr. donner place dans ; se prêter à, permettre de ; • impers. ἐγχωρεῖ il est permis, il est possible : οὐ γὰρ ἔτι ἐνεχώρει μένειν XÉN car il n’y avait plus moyen de rester ; abs. ἔτι ἐγχωρεῖ PLAT cela est encore possible, il est encore temps.
Étymologie: ἐν, χωρέω.