εἴσοδος: Difference between revisions
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
(6_21) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εἴσοδος''': τὸ πλεῖστον ἐν τῷ τύπῳ [[ἔσοδος]], ὁδὸς δι’ ἧς εἰσέρχεταί τις· ὅ ἐ: 1) [[τόπος]] δι’ οὗ εἰσέρχεταί τις, [[εἴσοδος]], Ὀδ. Κ. 90, Ἡρόδ. 1. 9, κλ.· ἐσόδους Φοίβου, τὴν εἰς τὸν ναὸν [[αὐτοῦ]] εἴσοδον, Εὐρ. Ἴων. 104· ἡ [[εἴσοδος]] εἰς ὀρεινὴν δίοδον, Ἡρόδ. 7. 1?· ἐν θεάτρῳ, τὸ [[μέρος]] δι’ οὗ εἰσήρχετο ὁ [[χορός]], Ἀριστοφ. Νεφ. 326, Ὄρν. 296, ἴδε Σχόλ· ἡ [[αὐλαία]] [[πύλη]] δικαστηρίου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 420, κτλ.· - μεταφ., καλῶν ἔσοδοι, ὁδοὶ πρὸς δόξαν ἄγουσαι, Πινδ. Π. 5. 156. ΙΙ. τὸ εἰσέρχεσθαι, ἡ [[εἴσοδος]], εἰσ. παρέχειν Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 7, κτλ.· καὶ ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 30. 2) [[εἴσοδος]] ἢ [[ἐγγραφή]] εἰς τὸν κατάλογον τῶν μελλόντων νὰ ἀγωνισθῶσιν εἰς τοὺς διαφόρους ἀγῶνας, [[ἱππεία]] ἔσ. (πρβλ. [[εἰσέρχομαι]] ΙΙ), Πινδ. Π. 6. 50: - [[ὡσαύτως]], ἡ [[εἴσοδος]] τῆς δίκης εἰς τὸ [[δικαστήριον]], ἡ εἰσαγωγὴ αὐτῆς εἰς τὸ δ., Πλάτ. Κρίτων 45Ε. 3) [[δικαίωμα]] ἢ [[προνόμιον]] εἰσόδου, ἔσοδον [[εἶναι]] παρὰ βασιλέα [[ἄνευ]] ἀγγέλου Ἡρόδ. 3. 118. 4) [[ἐπίσκεψις]], κακῶν γυναικῶν εἴσοδοι Εὐρ. Ἀνδρ. 930, πρβλ. 952, Λυσίας 93. 33. ΙΙΙ. [[εἴσοδος]] ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἔξοδος]], εἰσόδημα, ἔσοδον, Πολύβ. 6. 13, 1. - Ἐν τῇ Ἐκκλ. γλώσσῃ ἡ [[εἴσοδος]] [[εἶναι]] (α΄) ἡ τοῦ ἐπισκόπου [[εἰσέλευσις]] εἰς τὸν ναὸν μικρὸν πρὸ τῆς ἐνάρξεως τῆς λειτουργίας, [[εἴσοδος]] τοῦ ἀρχιερέως Μάξ. Ὁμ. ΙΙ. 688C. D, Κων. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 15, 31· (β΄) ἡ τοῦ ἱερέως [[εἰσέλευσις]] εἰς τὸ ἅγιον βῆμα: 1) μικρὰ [[εἴσοδος]], [[ὅταν]] ἐξέλθῃ ὁ ἱερεὺς ἐκ τῆς βορείου πύλης τοῦ ἱεροῦ κρατῶν τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον καὶ στὰς ἐν τῷ μέσῳ τοῦ ναοῦ ἐκφωνήσῃ: «[[σοφία]]· ὀρθοί», καὶ [[ἔπειτα]] εἰσέλθῃ εἰς τὸ ἱερὸν διὰ τῆς ὡραίας πύλης. 2) [[μεγάλη]] [[εἴσοδος]], [[ὅταν]] ψαλλομένου τοῦ Χερουβικοῦ ὕμνου εἰσέρχηται εἰς τὸ ἱερὸν κρατῶν τὰ ἄχραντα μυστήρια, Μάξ. Ὁμ. ΙΙ. 693C. Ἐν τῇ λειτουργίᾳ γίνονται ἀμφότεραι αἱ εἴσοδοι, ἥ τε μικρὰ καὶ ἡ [[μεγάλη]], ἀλλ’ ἐν τῷ ἑσπερινῷ μόνον ἡ μικρά· 3) ἡ [[εἴσοδος]] τῆς Θεοτόκου εἰς τὸν ναὸν = τὰ εἰσόδια, Στουδ. 1696C. | |lstext='''εἴσοδος''': τὸ πλεῖστον ἐν τῷ τύπῳ [[ἔσοδος]], ὁδὸς δι’ ἧς εἰσέρχεταί τις· ὅ ἐ: 1) [[τόπος]] δι’ οὗ εἰσέρχεταί τις, [[εἴσοδος]], Ὀδ. Κ. 90, Ἡρόδ. 1. 9, κλ.· ἐσόδους Φοίβου, τὴν εἰς τὸν ναὸν [[αὐτοῦ]] εἴσοδον, Εὐρ. Ἴων. 104· ἡ [[εἴσοδος]] εἰς ὀρεινὴν δίοδον, Ἡρόδ. 7. 1?· ἐν θεάτρῳ, τὸ [[μέρος]] δι’ οὗ εἰσήρχετο ὁ [[χορός]], Ἀριστοφ. Νεφ. 326, Ὄρν. 296, ἴδε Σχόλ· ἡ [[αὐλαία]] [[πύλη]] δικαστηρίου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 420, κτλ.· - μεταφ., καλῶν ἔσοδοι, ὁδοὶ πρὸς δόξαν ἄγουσαι, Πινδ. Π. 5. 156. ΙΙ. τὸ εἰσέρχεσθαι, ἡ [[εἴσοδος]], εἰσ. παρέχειν Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 7, κτλ.· καὶ ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 30. 2) [[εἴσοδος]] ἢ [[ἐγγραφή]] εἰς τὸν κατάλογον τῶν μελλόντων νὰ ἀγωνισθῶσιν εἰς τοὺς διαφόρους ἀγῶνας, [[ἱππεία]] ἔσ. (πρβλ. [[εἰσέρχομαι]] ΙΙ), Πινδ. Π. 6. 50: - [[ὡσαύτως]], ἡ [[εἴσοδος]] τῆς δίκης εἰς τὸ [[δικαστήριον]], ἡ εἰσαγωγὴ αὐτῆς εἰς τὸ δ., Πλάτ. Κρίτων 45Ε. 3) [[δικαίωμα]] ἢ [[προνόμιον]] εἰσόδου, ἔσοδον [[εἶναι]] παρὰ βασιλέα [[ἄνευ]] ἀγγέλου Ἡρόδ. 3. 118. 4) [[ἐπίσκεψις]], κακῶν γυναικῶν εἴσοδοι Εὐρ. Ἀνδρ. 930, πρβλ. 952, Λυσίας 93. 33. ΙΙΙ. [[εἴσοδος]] ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[ἔξοδος]], εἰσόδημα, ἔσοδον, Πολύβ. 6. 13, 1. - Ἐν τῇ Ἐκκλ. γλώσσῃ ἡ [[εἴσοδος]] [[εἶναι]] (α΄) ἡ τοῦ ἐπισκόπου [[εἰσέλευσις]] εἰς τὸν ναὸν μικρὸν πρὸ τῆς ἐνάρξεως τῆς λειτουργίας, [[εἴσοδος]] τοῦ ἀρχιερέως Μάξ. Ὁμ. ΙΙ. 688C. D, Κων. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 15, 31· (β΄) ἡ τοῦ ἱερέως [[εἰσέλευσις]] εἰς τὸ ἅγιον βῆμα: 1) μικρὰ [[εἴσοδος]], [[ὅταν]] ἐξέλθῃ ὁ ἱερεὺς ἐκ τῆς βορείου πύλης τοῦ ἱεροῦ κρατῶν τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον καὶ στὰς ἐν τῷ μέσῳ τοῦ ναοῦ ἐκφωνήσῃ: «[[σοφία]]· ὀρθοί», καὶ [[ἔπειτα]] εἰσέλθῃ εἰς τὸ ἱερὸν διὰ τῆς ὡραίας πύλης. 2) [[μεγάλη]] [[εἴσοδος]], [[ὅταν]] ψαλλομένου τοῦ Χερουβικοῦ ὕμνου εἰσέρχηται εἰς τὸ ἱερὸν κρατῶν τὰ ἄχραντα μυστήρια, Μάξ. Ὁμ. ΙΙ. 693C. Ἐν τῇ λειτουργίᾳ γίνονται ἀμφότεραι αἱ εἴσοδοι, ἥ τε μικρὰ καὶ ἡ [[μεγάλη]], ἀλλ’ ἐν τῷ ἑσπερινῷ μόνον ἡ μικρά· 3) ἡ [[εἴσοδος]] τῆς Θεοτόκου εἰς τὸν ναὸν = τὰ εἰσόδια, Στουδ. 1696C. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ἡ) :<br /><i>ion. et anc. att.</i> [[ἔσοδος]]<br /><b>1</b> action d’entrer ; <i>t. de droit</i> [[εἴσοδος]] δίκης [[εἰς]] τὸ [[δικαστήριον]] PLAT introduction d’une cause devant le tribunal;<br /><b>2</b> passage pour entrer, entrée;<br /><b>3</b> faculté d’entrer.<br />'''Étymologie:''' [[εἰς]], [[ὁδός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:53, 9 August 2017
English (LSJ)
or ἔσοδος, ἡ,
A entrance: I place of entrance, entry, Od. 10.90, Hdt.1.9, etc. ; ἐσόδους Φοίβου the entrance to his temple, E. Ion104 (anap.); of a mountain-pass, ἡ διὰ Τρηχῖνος ἔ. ἐς τὴν Ἑλλάδα Hdt.7.176 ; in a theatre, entrance for the Chorus, Ar.Nu.326, Av. 296, v. Sch.; entrance-door of a court of justice, Arist.Ath.63.2, etc. : metaph., καλῶν ἔσοδοι paths to glory, Pi.P.5.116. II entering, entrance, εἴ. παρασχεῖν X.HG4.4.7, etc. : pl., A.Eu.30. 2 entrance into the lists to contend in the games, ἱππείαν ἔ.(cf. εἰσέρχομαι II) Pi.P.6.50 ; also ἡ εἴ. τῆς δίκης εἰς τὸ δικαστήριον the introduction of it, Pl.Cri.45e. 3 right or privilege of entrance, ἔσοδον εἶναι παρὰ βασιλέα ἄνευ ἀγγέλου Hdt.3.118. 4 visit, κακῶν γυναικῶν εἴσοδοι E.Andr.930, cf. 952, Lys.1.20 ; of a doctor, Gal.16.523. 5 study, investigation, Vett. Val.259.7; ἀκροθιγεῖς τὰς εἰσόδους ποιήσασθαι ib. 222.11 ; also, method, ib.108.19. III that which comes in, revenue, opp. ἔξοδος, Plb.6.13.1, cf. IG14.423 (Tauromenium), 5(I).1390.64 (Andania), PPetr.3p.151.
German (Pape)
[Seite 744] ἡ, der Eingang, Zugang; Od. 10, 90; ἱππία Pind. P. 6, 50, Zugang zu dem Wettrennen (Schol. ἅμιλλαι ἱππικαί); ἐπιχωρίων καλῶν P. 5, 108; in Prosa von Her. 1, 9 an; εἴσοδός ἐστι παρὰ βασιλέα ἄνευ ἀγγέλου, der Zutritt, er kann hineingehen, 3, 118; παρασχεῖν εἴσοδον εἰς τὰ τείχη Xen. Hell. 4, 4, 7; ἡ εἴσοδος τῆς δίκης εἰς τὸ δικαστήριον Plat. Crit. 45 e, die Einführung, Einleitung. – Auch das Einkommen, Pol. 6, 13, 1 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εἴσοδος: τὸ πλεῖστον ἐν τῷ τύπῳ ἔσοδος, ὁδὸς δι’ ἧς εἰσέρχεταί τις· ὅ ἐ: 1) τόπος δι’ οὗ εἰσέρχεταί τις, εἴσοδος, Ὀδ. Κ. 90, Ἡρόδ. 1. 9, κλ.· ἐσόδους Φοίβου, τὴν εἰς τὸν ναὸν αὐτοῦ εἴσοδον, Εὐρ. Ἴων. 104· ἡ εἴσοδος εἰς ὀρεινὴν δίοδον, Ἡρόδ. 7. 1?· ἐν θεάτρῳ, τὸ μέρος δι’ οὗ εἰσήρχετο ὁ χορός, Ἀριστοφ. Νεφ. 326, Ὄρν. 296, ἴδε Σχόλ· ἡ αὐλαία πύλη δικαστηρίου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 420, κτλ.· - μεταφ., καλῶν ἔσοδοι, ὁδοὶ πρὸς δόξαν ἄγουσαι, Πινδ. Π. 5. 156. ΙΙ. τὸ εἰσέρχεσθαι, ἡ εἴσοδος, εἰσ. παρέχειν Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 7, κτλ.· καὶ ἐν τῷ πληθ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 30. 2) εἴσοδος ἢ ἐγγραφή εἰς τὸν κατάλογον τῶν μελλόντων νὰ ἀγωνισθῶσιν εἰς τοὺς διαφόρους ἀγῶνας, ἱππεία ἔσ. (πρβλ. εἰσέρχομαι ΙΙ), Πινδ. Π. 6. 50: - ὡσαύτως, ἡ εἴσοδος τῆς δίκης εἰς τὸ δικαστήριον, ἡ εἰσαγωγὴ αὐτῆς εἰς τὸ δ., Πλάτ. Κρίτων 45Ε. 3) δικαίωμα ἢ προνόμιον εἰσόδου, ἔσοδον εἶναι παρὰ βασιλέα ἄνευ ἀγγέλου Ἡρόδ. 3. 118. 4) ἐπίσκεψις, κακῶν γυναικῶν εἴσοδοι Εὐρ. Ἀνδρ. 930, πρβλ. 952, Λυσίας 93. 33. ΙΙΙ. εἴσοδος ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἔξοδος, εἰσόδημα, ἔσοδον, Πολύβ. 6. 13, 1. - Ἐν τῇ Ἐκκλ. γλώσσῃ ἡ εἴσοδος εἶναι (α΄) ἡ τοῦ ἐπισκόπου εἰσέλευσις εἰς τὸν ναὸν μικρὸν πρὸ τῆς ἐνάρξεως τῆς λειτουργίας, εἴσοδος τοῦ ἀρχιερέως Μάξ. Ὁμ. ΙΙ. 688C. D, Κων. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 15, 31· (β΄) ἡ τοῦ ἱερέως εἰσέλευσις εἰς τὸ ἅγιον βῆμα: 1) μικρὰ εἴσοδος, ὅταν ἐξέλθῃ ὁ ἱερεὺς ἐκ τῆς βορείου πύλης τοῦ ἱεροῦ κρατῶν τὸ ἱερὸν Εὐαγγέλιον καὶ στὰς ἐν τῷ μέσῳ τοῦ ναοῦ ἐκφωνήσῃ: «σοφία· ὀρθοί», καὶ ἔπειτα εἰσέλθῃ εἰς τὸ ἱερὸν διὰ τῆς ὡραίας πύλης. 2) μεγάλη εἴσοδος, ὅταν ψαλλομένου τοῦ Χερουβικοῦ ὕμνου εἰσέρχηται εἰς τὸ ἱερὸν κρατῶν τὰ ἄχραντα μυστήρια, Μάξ. Ὁμ. ΙΙ. 693C. Ἐν τῇ λειτουργίᾳ γίνονται ἀμφότεραι αἱ εἴσοδοι, ἥ τε μικρὰ καὶ ἡ μεγάλη, ἀλλ’ ἐν τῷ ἑσπερινῷ μόνον ἡ μικρά· 3) ἡ εἴσοδος τῆς Θεοτόκου εἰς τὸν ναὸν = τὰ εἰσόδια, Στουδ. 1696C.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
ion. et anc. att. ἔσοδος
1 action d’entrer ; t. de droit εἴσοδος δίκης εἰς τὸ δικαστήριον PLAT introduction d’une cause devant le tribunal;
2 passage pour entrer, entrée;
3 faculté d’entrer.
Étymologie: εἰς, ὁδός.