ἐφοπλίζω: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(6_2) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐφοπλίζω''': [[παρασκευάζω]], [[ἑτοιμάζω]], ἐσσυμένως ἄρα [[δόρπον]] ἐφοπλίσσαντες ἕκαστοι δαίνυντ’ Ἰλ. Ψ. 55· Αὐτόλυκος δ’ υἱοῖσιν ἐκέκλετο… [[δεῖπνον]] ἐφοπλίσσαι Ὀδ. Τ. 419· δαῖτα γέρουσιν ἐφοπλίζωμεν Ἰλ. Δ. 344· [[οὕτως]] ἐν τῷ Μέσῳ, δόρπα τ’ ἐφοπλισόμεσθα Ἰλ. Θ. 503, Ι. 66· [[ὡσαύτως]], ἡμιόνους καὶ ἅμαξαν ἐφοπλίσαι Ὀδ. Ζ. 37, πρβλ. 57, 69, Ἰλ. Ω 263· νῆα ἐφοπλίσσαντες Ὀδ. Β. 295· μετ’ ἀπαρ., Ἀπόλλ. Ρόδ. Δ. 1720 2) ὡς καὶ νῦν, [[ὁπλίζω]] τινὰ [[ἐναντίον]] τινός, τινὰ τινι Ὀππ. Κυν. 3. 244· οὕτω καὶ ἐν τῷ Μέσῳ, Ἔρων ὔμμιν ἐφοπλίσομαι Ἀνθ. Π. 9. 39, πρβλ. Πλαν. 151. ΙΙ. Μέσον ἐν τῇ κυρίᾳ [[αὐτοῦ]] [[σημασία]], [[ὁπλίζω]] ἐμαυτόν, εἰς ἀγῶνα Ὀππ. Ἁλ. 5. 617: - ἑτοιμάζομαι πρὸς ἐπίθεσιν, λαγωοῖς ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 3. 86. | |lstext='''ἐφοπλίζω''': [[παρασκευάζω]], [[ἑτοιμάζω]], ἐσσυμένως ἄρα [[δόρπον]] ἐφοπλίσσαντες ἕκαστοι δαίνυντ’ Ἰλ. Ψ. 55· Αὐτόλυκος δ’ υἱοῖσιν ἐκέκλετο… [[δεῖπνον]] ἐφοπλίσσαι Ὀδ. Τ. 419· δαῖτα γέρουσιν ἐφοπλίζωμεν Ἰλ. Δ. 344· [[οὕτως]] ἐν τῷ Μέσῳ, δόρπα τ’ ἐφοπλισόμεσθα Ἰλ. Θ. 503, Ι. 66· [[ὡσαύτως]], ἡμιόνους καὶ ἅμαξαν ἐφοπλίσαι Ὀδ. Ζ. 37, πρβλ. 57, 69, Ἰλ. Ω 263· νῆα ἐφοπλίσσαντες Ὀδ. Β. 295· μετ’ ἀπαρ., Ἀπόλλ. Ρόδ. Δ. 1720 2) ὡς καὶ νῦν, [[ὁπλίζω]] τινὰ [[ἐναντίον]] τινός, τινὰ τινι Ὀππ. Κυν. 3. 244· οὕτω καὶ ἐν τῷ Μέσῳ, Ἔρων ὔμμιν ἐφοπλίσομαι Ἀνθ. Π. 9. 39, πρβλ. Πλαν. 151. ΙΙ. Μέσον ἐν τῇ κυρίᾳ [[αὐτοῦ]] [[σημασία]], [[ὁπλίζω]] ἐμαυτόν, εἰς ἀγῶνα Ὀππ. Ἁλ. 5. 617: - ἑτοιμάζομαι πρὸς ἐπίθεσιν, λαγωοῖς ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 3. 86. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao. épq. sbj. 3ᵉ pl.</i> ἐφοπλίσσωσι, <i>opt. 2ᵉ sg.</i> ἐφοπλίσσειας, <i>part. pl.</i> ἐφοπλίσσαντες;<br />apprêter, préparer, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐφοπλίζομαι préparer pour soi, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ὁπλίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
A get ready, of meals, δόρπον, δεῖπνον ἐ., Il.23.55, Od.19.419; δαῖτα γέρουσιν ἐφοπλίζωμεν Il.4.344:—Med., δόρπα τ' ἐφοπλισόμεσθα we will get ready our suppers, 8.503, 9.66. 2 fit out, equip, make ready, ἡμιόνους καὶ ἄμαξαν ἐφοπλίσαι Od.6.37, cf. 57, 69, Il.24.263; [νῆα] ἐφοπλίσσαντες Od.2.295: c. inf., A.R.4.1720. 3 arm against, τινά τινι Opp.C.3.244:—Med., Ἔρων ὔμμιν ἐφοπλίσομαι AP9.39 (Music.), cf. APl.4.151.9. II Med. in prop. sense, arm oneself, ἐς ἀγῶνα Opp.H.5.617; get ready to attack, λαγωοῖς Id.C. 3.86.
German (Pape)
[Seite 1122] ausrüsten, in Stand setzen; δόρπον ἐφοπλίσσαντες Il. 23, 55; δεῖπνον ἐφοπλίσσαι Od. 19, 419; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 157; auch med., δόρπα τ' ἐφοπλισσόμεσθα Il. 9, 66; ἐφοπλίζηαι ἐδωδήν Nic. Ath. III, 126 b; ἅμαξαν ἐφοπλίσσαιτε, anschirren, Il. 24, 263; sp. D.; vom Schiffe, Od. 2, 295; νῆας Mens. Rom. (IX, 384); ὅσσα τε νηῒ ἐφοπλίσσασθαι ἔοικε Ap. Rh. 1, 332; – gegen Einen bewaffnen, τινά τινι, Opp. Cyn. 3, 244 u. a. Sp.; im med. sich gegen Einen rüsten, ihn angreifen, τινί, Opp. Cyn. 2, 673. 3, 86; auch τὸν Ἔρων ὔμμιν ἐφοπλίσομαι, = act., Plat. Ep. 30 (IX, 39).
Greek (Liddell-Scott)
ἐφοπλίζω: παρασκευάζω, ἑτοιμάζω, ἐσσυμένως ἄρα δόρπον ἐφοπλίσσαντες ἕκαστοι δαίνυντ’ Ἰλ. Ψ. 55· Αὐτόλυκος δ’ υἱοῖσιν ἐκέκλετο… δεῖπνον ἐφοπλίσσαι Ὀδ. Τ. 419· δαῖτα γέρουσιν ἐφοπλίζωμεν Ἰλ. Δ. 344· οὕτως ἐν τῷ Μέσῳ, δόρπα τ’ ἐφοπλισόμεσθα Ἰλ. Θ. 503, Ι. 66· ὡσαύτως, ἡμιόνους καὶ ἅμαξαν ἐφοπλίσαι Ὀδ. Ζ. 37, πρβλ. 57, 69, Ἰλ. Ω 263· νῆα ἐφοπλίσσαντες Ὀδ. Β. 295· μετ’ ἀπαρ., Ἀπόλλ. Ρόδ. Δ. 1720 2) ὡς καὶ νῦν, ὁπλίζω τινὰ ἐναντίον τινός, τινὰ τινι Ὀππ. Κυν. 3. 244· οὕτω καὶ ἐν τῷ Μέσῳ, Ἔρων ὔμμιν ἐφοπλίσομαι Ἀνθ. Π. 9. 39, πρβλ. Πλαν. 151. ΙΙ. Μέσον ἐν τῇ κυρίᾳ αὐτοῦ σημασία, ὁπλίζω ἐμαυτόν, εἰς ἀγῶνα Ὀππ. Ἁλ. 5. 617: - ἑτοιμάζομαι πρὸς ἐπίθεσιν, λαγωοῖς ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 3. 86.
French (Bailly abrégé)
ao. épq. sbj. 3ᵉ pl. ἐφοπλίσσωσι, opt. 2ᵉ sg. ἐφοπλίσσειας, part. pl. ἐφοπλίσσαντες;
apprêter, préparer, acc.;
Moy. ἐφοπλίζομαι préparer pour soi, acc..
Étymologie: ἐπί, ὁπλίζω.