πυγολαμπίς: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(6_12) |
(Bailly1_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πῡγολαμπίς''': -ίδος, ἡ, (πυγὴ) μικρὸν ζωΰφιον ἐν τῷ σκότει λάμπον, κοινῶς «κωλοφωτιά», Lampyris noctiluca, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 6 (διάφ. γραφ. πτερόποδες), 5. 19, 14 (διάφ. γραφ. [[πυρολαμπίς]])· παρὰ Φωτ. [[πυριλαμπίς]]. - Πρβλ. λαμπουρὶς | |lstext='''πῡγολαμπίς''': -ίδος, ἡ, (πυγὴ) μικρὸν ζωΰφιον ἐν τῷ σκότει λάμπον, κοινῶς «κωλοφωτιά», Lampyris noctiluca, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 6 (διάφ. γραφ. πτερόποδες), 5. 19, 14 (διάφ. γραφ. [[πυρολαμπίς]])· παρὰ Φωτ. [[πυριλαμπίς]]. - Πρβλ. λαμπουρὶς | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ίδος (ἡ) :<br />ver luisant, <i>insecte</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πυγή]], λάμπτω. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:55, 9 August 2017
English (LSJ)
ίδος, ἡ, (πυγή)
A fire-tail, i.e. glow-worm, Lampyris noctiluca, Arist.HA523b21 (v.l. πτερόποδες), 551b24 (v.l. πυρολαμπίδες); cf. πυριλαμπίς.
Greek (Liddell-Scott)
πῡγολαμπίς: -ίδος, ἡ, (πυγὴ) μικρὸν ζωΰφιον ἐν τῷ σκότει λάμπον, κοινῶς «κωλοφωτιά», Lampyris noctiluca, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 1, 6 (διάφ. γραφ. πτερόποδες), 5. 19, 14 (διάφ. γραφ. πυρολαμπίς)· παρὰ Φωτ. πυριλαμπίς. - Πρβλ. λαμπουρὶς
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
ver luisant, insecte.
Étymologie: πυγή, λάμπτω.