ὀδυνάω: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀδῠνάω''': ἀόρ. ὀδυνῆσαι Γαλην. ― Παθ., μεταγ. β΄ ἑνικ. ὀδυνᾶσαι Εὐαγγ. κ. Λουκ. ις΄, 25· μέλλ. ὀδυνηθήσομαι Γαλην., [[ἀλλά]], ὀδυνήσομαι Μένανδρ. ἐν «Μισογύνῃ» 1. 16, Τέλης παρὰ Στοβ. 1, σ. 158 Gaisf.· ἀόρ. ὠδυνήθην. Προξενῶ εἴς τινα πόνον ἢ λύπην, [[θλίβω]], τὸ γὰρ ὀρθοῦσθαι γνώμαν ὀδυνᾷ Εὐρ. Ἱππ. 247, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 164· οὐ τοὐμὸν ὀδυνήσει σε [[γῆρας]] Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 928· μηδὲν ὀδύνα τὸν πατέρα Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 113. ― Παθ., [[αἰσθάνομαι]], ἔχω πόνον, Σοφ. Ἠλ. 804, Ἀριστοφ. Σφ. 283, Βάτρ. 650, Πλάτ. Πολ. 583D, κτλ.· ἃ ὠδυνήθην, τὰς ὀδύνας ἃς ὑπέστην, Ἀριστοφ. Ἀχ. 3, πρβλ. 9· Ἰων. ἐνεστ. ὀδυνέομαι, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 4.
|lstext='''ὀδῠνάω''': ἀόρ. ὀδυνῆσαι Γαλην. ― Παθ., μεταγ. β΄ ἑνικ. ὀδυνᾶσαι Εὐαγγ. κ. Λουκ. ις΄, 25· μέλλ. ὀδυνηθήσομαι Γαλην., [[ἀλλά]], ὀδυνήσομαι Μένανδρ. ἐν «Μισογύνῃ» 1. 16, Τέλης παρὰ Στοβ. 1, σ. 158 Gaisf.· ἀόρ. ὠδυνήθην. Προξενῶ εἴς τινα πόνον ἢ λύπην, [[θλίβω]], τὸ γὰρ ὀρθοῦσθαι γνώμαν ὀδυνᾷ Εὐρ. Ἱππ. 247, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 164· οὐ τοὐμὸν ὀδυνήσει σε [[γῆρας]] Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 928· μηδὲν ὀδύνα τὸν πατέρα Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 113. ― Παθ., [[αἰσθάνομαι]], ἔχω πόνον, Σοφ. Ἠλ. 804, Ἀριστοφ. Σφ. 283, Βάτρ. 650, Πλάτ. Πολ. 583D, κτλ.· ἃ ὠδυνήθην, τὰς ὀδύνας ἃς ὑπέστην, Ἀριστοφ. Ἀχ. 3, πρβλ. 9· Ἰων. ἐνεστ. ὀδυνέομαι, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 4.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ὀδυνήσω, <i>ao.</i> ὠδύνησα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> ὀδυνηθήσομαι, <i>ao.</i> ὠδυνήθην, <i>pf. inus.</i><br />causer de la douleur, affliger, acc. ; <i>Pass. (plus souv.)</i> éprouver de la douleur physique <i>ou</i> morale, être affligé.<br />'''Étymologie:''' [[ὀδύνη]].
}}
}}

Revision as of 20:04, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀδῠνάω Medium diacritics: ὀδυνάω Low diacritics: οδυνάω Capitals: ΟΔΥΝΑΩ
Transliteration A: odynáō Transliteration B: odynaō Transliteration C: odynao Beta Code: o)duna/w

English (LSJ)

aor.

   A ὀδυνῆσαι Gal.10.853 :—Pass., Phld.Lib.p.29 O. ; 2sg. ὀδυνᾶσαι Ev.Luc.16.25 : fut. ὀδυνηθήσομαι Gal.10.851, but ὀδυνήσομαι Men.325.16, TelesFr.2p.9H.: aor. ὠδυνήθην Ar.Ach.3 :— cause one pain or suffering, τὸ γὰρ ὀρθοῦσθαι γνώμαν ὀδυνᾷ E.Hipp.247 (anap.), cf. Ar.Lys.164 ; οὐ τοὐμὸν ὀδυνήσει σε γῆρας Id.Ec.928 ; μηδὲν ὀδύνα τὸν πατέρα Men.659 :—Pass., feel pain, suffer pain, Democr.159, Hp.Epid.4.12, S.El.804, Ar.V.283,Ra.650, Pl.R.583d, etc. ; ἃ ὠδυνήθην the pains I suffered, Ar.Ach.3, cf.9 ; Ion.pres. ὀδυνέομαι Aret.SD 2.4.

German (Pape)

[Seite 294] Schmerz verursachen, betrüben; Eur. Hipp. 247; Ar. Lys. 164. – Häufiger im pass. u. med., bei Aesch. Ch. 368 zw. Conj.; ἀλγοῦσα κὠδυνωμένη, betrübt, Soph. El. 794; Ar. Vesp. 283 u. öfter; u. in Prosa, οἰστρᾷ καὶ ὀδυνᾶται, Plat. Phaedr. 251 d; καὶ ἀγανακτεῖν, Rep. VII, 515 e.

Greek (Liddell-Scott)

ὀδῠνάω: ἀόρ. ὀδυνῆσαι Γαλην. ― Παθ., μεταγ. β΄ ἑνικ. ὀδυνᾶσαι Εὐαγγ. κ. Λουκ. ις΄, 25· μέλλ. ὀδυνηθήσομαι Γαλην., ἀλλά, ὀδυνήσομαι Μένανδρ. ἐν «Μισογύνῃ» 1. 16, Τέλης παρὰ Στοβ. 1, σ. 158 Gaisf.· ἀόρ. ὠδυνήθην. Προξενῶ εἴς τινα πόνον ἢ λύπην, θλίβω, τὸ γὰρ ὀρθοῦσθαι γνώμαν ὀδυνᾷ Εὐρ. Ἱππ. 247, πρβλ. Ἀριστοφ. Λυσ. 164· οὐ τοὐμὸν ὀδυνήσει σε γῆρας Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 928· μηδὲν ὀδύνα τὸν πατέρα Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 113. ― Παθ., αἰσθάνομαι, ἔχω πόνον, Σοφ. Ἠλ. 804, Ἀριστοφ. Σφ. 283, Βάτρ. 650, Πλάτ. Πολ. 583D, κτλ.· ἃ ὠδυνήθην, τὰς ὀδύνας ἃς ὑπέστην, Ἀριστοφ. Ἀχ. 3, πρβλ. 9· Ἰων. ἐνεστ. ὀδυνέομαι, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 4.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ὀδυνήσω, ao. ὠδύνησα, pf. inus.
Pass. f. ὀδυνηθήσομαι, ao. ὠδυνήθην, pf. inus.
causer de la douleur, affliger, acc. ; Pass. (plus souv.) éprouver de la douleur physique ou morale, être affligé.
Étymologie: ὀδύνη.