Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συμφωνέω: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(6_6)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμφωνέω''': εἶμαι [[ὁμόφωνος]], [[ὁμόηχος]], [[ὁμόφθογγος]], (πρβλ. [[συμφωνία]]), ἐκ πασῶν μία [[ἁρμονία]] ξυμφωνεῖ Πλάτ. Πολ. 617Β, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 19. 23 κιθαρισταὶ σ. Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 201F, πρβλ. Ἀνθ. Π. παραρτ. 327· ― Παθ., τὰ συμφωνούμενα, τὰ σύμφωνα, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 43. ΙΙ. μεταφ., ὡς καὶ νῦν, συμφωνῶ, εἶμαι [[σύμφωνος]] μετά τινος, ἔχω ἢ [[ἐκφέρω]] τὴν αὐτὴν γνώμην μετά τινος, τινι Πλάτ., κτλ.· ἀντίθετ. τῷ [[διαφωνέω]], Φαίδων 101D, κτλ.· σ. τοῖς εἰρημένοις Πολ. 398C· τὰ ἔργα οὐ ξ. τοῖς λόγοις Λάχ. 193Ε· ἐπιθυμίαι οὐ σ. ἀλλήλαις Ἰσοκρ. 99D· [[ὡσαύτως]], [[ταῦτα]] πρὸς ἄλληλα σ. συμφωνίαν τὴν ἀρίστην Ἀριστ. Πολ. 7. 15, 7· ― σ. τι, εἴς τι [[πρᾶγμα]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 9, 2· ἔν τινι Πλάτ. Φαῖδρ. 263Β, κτλ.· ἐπί τινος Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 2. 7, 1· [[περί]] τινος Διον. Ἁλ. 2. 47 ― οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 1, 1, Διόδ. 3. 65. ― Παθ., συμφωνοῦμαι, ὁμολογοῦμαι, παρὰ πᾶσι Διόδ. 1. 20· μετ’ ἀπαρ., ἡ [[ἔφοδος]] σ. γενέσθαι Διον. Ἁλ. 1. 74· ἀπροσ., συμπεφώνηται τὴν ἁρπαγὴν γενέσθαι Διόδ. 5. 69 σ. ὅτι..., ὁ αὐτ. 1. 26. 2) [[κάμνω]] συμφωνίαν μετά τινος, [[πρός]] τινα ὑπέρ τινος δοῦναι..., Ξεν. Ἑλλ. 1. 3, 8· [[περί]] τινος Πολύβ. 2. 15, 5· σ. τινι δηναρίου, ἀντὶ ἑνὸς δηναρίου, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κ΄, 13. ― Παθ., συνεφωνήθη πειρᾶσαι Πράξ. Ἀποστ. ε΄, 9· [[ὥστε]]..., Διόδ. 14. 26· τὸ συμφωνηθέν, ἡ [[συμφωνία]], ὁ αὐτ. ἐν Ἐκλογ. 580. 60. 3) ἑνοῦμαι ἐπὶ κακῷ σκοπῷ, συνωμοτῶ, τοῖς πένησιν ἐπὶ τοὺς μέσους Ἀριστ. Πολ. 4. 12, 5. ΙΙ. συμφωνῶ λέγων, ὡς πάντα [[καλῶς]] κεῖται Πλάτ. Νόμ. 634Ε· ὅτι οὐκ ἀσφαλές ἐστι Ἀριστ. π. Θαυμασ. 101.
|lstext='''συμφωνέω''': εἶμαι [[ὁμόφωνος]], [[ὁμόηχος]], [[ὁμόφθογγος]], (πρβλ. [[συμφωνία]]), ἐκ πασῶν μία [[ἁρμονία]] ξυμφωνεῖ Πλάτ. Πολ. 617Β, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 19. 23 κιθαρισταὶ σ. Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 201F, πρβλ. Ἀνθ. Π. παραρτ. 327· ― Παθ., τὰ συμφωνούμενα, τὰ σύμφωνα, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 43. ΙΙ. μεταφ., ὡς καὶ νῦν, συμφωνῶ, εἶμαι [[σύμφωνος]] μετά τινος, ἔχω ἢ [[ἐκφέρω]] τὴν αὐτὴν γνώμην μετά τινος, τινι Πλάτ., κτλ.· ἀντίθετ. τῷ [[διαφωνέω]], Φαίδων 101D, κτλ.· σ. τοῖς εἰρημένοις Πολ. 398C· τὰ ἔργα οὐ ξ. τοῖς λόγοις Λάχ. 193Ε· ἐπιθυμίαι οὐ σ. ἀλλήλαις Ἰσοκρ. 99D· [[ὡσαύτως]], [[ταῦτα]] πρὸς ἄλληλα σ. συμφωνίαν τὴν ἀρίστην Ἀριστ. Πολ. 7. 15, 7· ― σ. τι, εἴς τι [[πρᾶγμα]], Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 9, 2· ἔν τινι Πλάτ. Φαῖδρ. 263Β, κτλ.· ἐπί τινος Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 2. 7, 1· [[περί]] τινος Διον. Ἁλ. 2. 47 ― οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 1, 1, Διόδ. 3. 65. ― Παθ., συμφωνοῦμαι, ὁμολογοῦμαι, παρὰ πᾶσι Διόδ. 1. 20· μετ’ ἀπαρ., ἡ [[ἔφοδος]] σ. γενέσθαι Διον. Ἁλ. 1. 74· ἀπροσ., συμπεφώνηται τὴν ἁρπαγὴν γενέσθαι Διόδ. 5. 69 σ. ὅτι..., ὁ αὐτ. 1. 26. 2) [[κάμνω]] συμφωνίαν μετά τινος, [[πρός]] τινα ὑπέρ τινος δοῦναι..., Ξεν. Ἑλλ. 1. 3, 8· [[περί]] τινος Πολύβ. 2. 15, 5· σ. τινι δηναρίου, ἀντὶ ἑνὸς δηναρίου, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κ΄, 13. ― Παθ., συνεφωνήθη πειρᾶσαι Πράξ. Ἀποστ. ε΄, 9· [[ὥστε]]..., Διόδ. 14. 26· τὸ συμφωνηθέν, ἡ [[συμφωνία]], ὁ αὐτ. ἐν Ἐκλογ. 580. 60. 3) ἑνοῦμαι ἐπὶ κακῷ σκοπῷ, συνωμοτῶ, τοῖς πένησιν ἐπὶ τοὺς μέσους Ἀριστ. Πολ. 4. 12, 5. ΙΙ. συμφωνῶ λέγων, ὡς πάντα [[καλῶς]] κεῖται Πλάτ. Νόμ. 634Ε· ὅτι οὐκ ἀσφαλές ἐστι Ἀριστ. π. Θαυμασ. 101.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> résonner ensemble <i>ou</i> d’accord;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> être du même sentiment, être d’accord avec : τινι avec qqn;<br /><b>2</b> faire une convention : [[πρός]] τινα avec qqn.<br />'''Étymologie:''' [[σύμφωνος]].
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφωνέω Medium diacritics: συμφωνέω Low diacritics: συμφωνέω Capitals: ΣΥΜΦΩΝΕΩ
Transliteration A: symphōnéō Transliteration B: symphōneō Transliteration C: symfoneo Beta Code: sumfwne/w

English (LSJ)

   A sound together, be in harmony or unison (cf. συμφωνία), ἐκ πασῶν μία ἁρμονία συμφωνεῖ Pl.R.617b, cf. Thphr.Sens.85, Arist.Pr.919b2, Ion Eleg.3; of reed-tongues, to be of the same quality, Thphr.HP4.11.7; κιθαρισταὶ σ. Callix.2; cf. συμφωνία 111:—Pass., τὰ συμφωνούμενα consonants (lit. things which are sounded with vowels), D.H.Dem.43.    II metaph., harmonize with, ποῖα ποίοις σ. τῶν γενῶν Pl.Sph.253b, cf. Phd.101d, Arist.EN1107a32; σ. τοῖς εἰρημένοις Pl.R.398c; τὰ ἔργα οὐ σ. τοῖς λόγοις Id.La.193e; συμφωνοῦντα τοῖς ἔργοις in harmony with practical experience, Gal.19.217; ἐπιθυμίαι οὐ σ. ἀλλήλαις Isoc.5.87; οὐ συμφωνοῦσι . . φροντίδες μακαριότητι Epicur.Ep.1p.28U.; also ταῦτα πρὸς ἄλληλα σ. συμφωνίαν τὴν ἀρίστην Arist.Pol.1334b10; hold or express the same opinions, ταῦτα συμφωνοῦσι πάντες Thphr.CP6.9.2; ἔντισι Pl.Phdr.263b; περί τινος or τινων, Democr.107, D.H.2.47:—Med., Thphr.CP1.1.1:—Pass., to be agreed to, παρὰ πᾶσι D.S.1.20; εἰ συνεφωνεῖτο πάντα τοῖς γράψασι περὶ τροφῆς Gal.6.454, cf. 15.107: c. inf., ἡ ἔφοδος σ. γενέσθαι D.H.1.74: impers., τὴν ἁρπαγὴν γεγονέναι συμπεφώνηται D.S.5.69, cf. Gal.6.391; σ. ὅτι . . D.S.1.26.    2 make an agreement or bargain with any one, ἰδίᾳ σ. πρὸς αὐτούς PCair.Zen.302.13 (iii B.C.); συμφωνήσας Ἡρακλείδης μετὰ Θοτέως ib.330.2 (iii B.C.); περί τινος Plb.2.15.5; σ. τινὶ δηναρίου for a denarius, Ev.Matt.20.13:—Pass., συνεφωνήθη ὑμῖν πειράσαι Act.Ap.5.9; ὥστε . . D.S.14.26; τὸ συμφωνηθέν the agreement, Id.30.19; τὰ συμφωνηθέντα IG42(1).77.20 (Epid., ii B.C.); τὰ εἴκοσι τάλαντα τὰ συμφωνηθέντα ib.22.844.9 (iii B.C.); ἀπέχω τὴν συμπεφωνημένην αὐτοῦ τιμήν BGU1643.20 (ii A.D.).    3 unite for a bad purpose, conspire, τοῖς πένησι ἐπὶ τοὺς μέσους Arist.Pol.1297a1.    III agree in saying, ὡς πάντα καλῶς κεῖται Pl.Lg.634e; ὅτι οὐκ ἀσφαλές ἐστι Arist.Mir.838b34.    IV to be satisfactory, συμφωνεῖ μοι πάντα, ὡς πρόκειται PAmh.2.149.22 (vi A.D.), cf. PLips. 26.13 (iv A.D.), etc.    2 of remedies, to be suitable, Archig. ap. Aët.9.35, Gal.11.806.

German (Pape)

[Seite 993] zusammenstimmen, ein Concert machen, οἱ κιθαρισταὶ συνεφώνουν, Ath. V, 201 f. – Uebertr., übereinstimmen mit Einem, Ggstz διαφωνέω, Plat. Phaed. 101, d; καὶ ὁμολογεῖν, Rep. III, 402 d; τὰ ἔργα οὐ ξυμφωνεῖ ἡμῖν τοῖς λόγοις, Lach. 193 e; Gorg. 480 b; εἴπερ μέλλομεν τοῖς προειρημένοις συμφωνήσειν, Rep. III, 398 c; πρός τινα, Xen. Hell. 1, 3, 8; Folgende: περί τινος, Pol. 2, 15, 5; συμ φωνεῖται παρὰ τοῖς πλείστοις, D. Sic. 1, 26; – auch conspiriren, im bösen Sinne, Arist. pol. 4, 12, D. Sic. 12, 83.

Greek (Liddell-Scott)

συμφωνέω: εἶμαι ὁμόφωνος, ὁμόηχος, ὁμόφθογγος, (πρβλ. συμφωνία), ἐκ πασῶν μία ἁρμονία ξυμφωνεῖ Πλάτ. Πολ. 617Β, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 19. 23 κιθαρισταὶ σ. Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 201F, πρβλ. Ἀνθ. Π. παραρτ. 327· ― Παθ., τὰ συμφωνούμενα, τὰ σύμφωνα, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 43. ΙΙ. μεταφ., ὡς καὶ νῦν, συμφωνῶ, εἶμαι σύμφωνος μετά τινος, ἔχω ἢ ἐκφέρω τὴν αὐτὴν γνώμην μετά τινος, τινι Πλάτ., κτλ.· ἀντίθετ. τῷ διαφωνέω, Φαίδων 101D, κτλ.· σ. τοῖς εἰρημένοις Πολ. 398C· τὰ ἔργα οὐ ξ. τοῖς λόγοις Λάχ. 193Ε· ἐπιθυμίαι οὐ σ. ἀλλήλαις Ἰσοκρ. 99D· ὡσαύτως, ταῦτα πρὸς ἄλληλα σ. συμφωνίαν τὴν ἀρίστην Ἀριστ. Πολ. 7. 15, 7· ― σ. τι, εἴς τι πρᾶγμα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 6. 9, 2· ἔν τινι Πλάτ. Φαῖδρ. 263Β, κτλ.· ἐπί τινος Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 2. 7, 1· περί τινος Διον. Ἁλ. 2. 47 ― οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 1, 1, Διόδ. 3. 65. ― Παθ., συμφωνοῦμαι, ὁμολογοῦμαι, παρὰ πᾶσι Διόδ. 1. 20· μετ’ ἀπαρ., ἡ ἔφοδος σ. γενέσθαι Διον. Ἁλ. 1. 74· ἀπροσ., συμπεφώνηται τὴν ἁρπαγὴν γενέσθαι Διόδ. 5. 69 σ. ὅτι..., ὁ αὐτ. 1. 26. 2) κάμνω συμφωνίαν μετά τινος, πρός τινα ὑπέρ τινος δοῦναι..., Ξεν. Ἑλλ. 1. 3, 8· περί τινος Πολύβ. 2. 15, 5· σ. τινι δηναρίου, ἀντὶ ἑνὸς δηναρίου, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κ΄, 13. ― Παθ., συνεφωνήθη πειρᾶσαι Πράξ. Ἀποστ. ε΄, 9· ὥστε..., Διόδ. 14. 26· τὸ συμφωνηθέν, ἡ συμφωνία, ὁ αὐτ. ἐν Ἐκλογ. 580. 60. 3) ἑνοῦμαι ἐπὶ κακῷ σκοπῷ, συνωμοτῶ, τοῖς πένησιν ἐπὶ τοὺς μέσους Ἀριστ. Πολ. 4. 12, 5. ΙΙ. συμφωνῶ λέγων, ὡς πάντα καλῶς κεῖται Πλάτ. Νόμ. 634Ε· ὅτι οὐκ ἀσφαλές ἐστι Ἀριστ. π. Θαυμασ. 101.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. résonner ensemble ou d’accord;
II. fig. 1 être du même sentiment, être d’accord avec : τινι avec qqn;
2 faire une convention : πρός τινα avec qqn.
Étymologie: σύμφωνος.