τώς: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
(6_5)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τώς''': δεικτικὸν ἐπίρρ. = ὥς, [[οὕτως]], κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον, ἀνταποκρινόμενον πρὸς τὸ ἐρωτημ. πῶς, καὶ πρὸς τὸ ἀναφορ. ὡς, τὼς δὲ σ’ ἀπεχθήρω ὡς νῦν ἔκπαγλ’ ἐφίλησα Ἰλ. Γ. 415· τὼς μὲν ἔην [[μαλακός]], λαμπρὸς δ’ ἦν [[ἠέλιος]] ὣς Ὀδ. Τ. 234, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 219, 478· τὼς γάρ οἱ φρασάτην Θεογν. 892, Παρμεν. 76· [[ὡσαύτως]] παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Θήβ. 484, 637, ἐν Ἱκέτ. 69, 670, 691 [[ἅπαξ]] παρὰ Σοφοκλ. (Αἴ. 841, νόθον [[χωρίον]])· [[οὐδαμοῦ]] παρ’ Εὐριπ. ΙΙ. Δωρικ. = οὗ, [[ὅπου]], Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 1.
|lstext='''τώς''': δεικτικὸν ἐπίρρ. = ὥς, [[οὕτως]], κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον, ἀνταποκρινόμενον πρὸς τὸ ἐρωτημ. πῶς, καὶ πρὸς τὸ ἀναφορ. ὡς, τὼς δὲ σ’ ἀπεχθήρω ὡς νῦν ἔκπαγλ’ ἐφίλησα Ἰλ. Γ. 415· τὼς μὲν ἔην [[μαλακός]], λαμπρὸς δ’ ἦν [[ἠέλιος]] ὣς Ὀδ. Τ. 234, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 219, 478· τὼς γάρ οἱ φρασάτην Θεογν. 892, Παρμεν. 76· [[ὡσαύτως]] παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Θήβ. 484, 637, ἐν Ἱκέτ. 69, 670, 691 [[ἅπαξ]] παρὰ Σοφοκλ. (Αἴ. 841, νόθον [[χωρίον]])· [[οὐδαμοῦ]] παρ’ Εὐριπ. ΙΙ. Δωρικ. = οὗ, [[ὅπου]], Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 1.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span><i>dor. p.</i> [[τούς]], <i>acc. pl. masc. de l’art.</i> ὁ, ἡ, τό;<br /><i>poét. p.</i> [[τούς]], <i>acc. pl. masc. du relat.</i> [[ὅς]], ἥ, ὅ.<br /><span class="bld">2</span><i>adv. démonstr.</i><br />ainsi, de cette façon : τὼς… [[ὡς]] IL, OD de la façon… que, ainsi… comme ; [[ὥσπερ]]… [[τώς]] SOPH comme… ainsi.<br />'''Étymologie:''' th. démonstr. το-, v. τό, [[τοῦτο]], etc.
}}
}}

Revision as of 20:11, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τώς Medium diacritics: τώς Low diacritics: τως Capitals: ΤΩΣ
Transliteration A: tṓs Transliteration B: tōs Transliteration C: tos Beta Code: tw/s

English (LSJ)

demonstr. Adv., answering to the interrog. πῶς, and to ὡς,

   A = ὥς, οὕτως, so, in this wise, Il.3.415, Od.19.234, Hes.Sc.219,478, Th.892. Parm.8.21; also in A.(chiefly lyr.), Th.484, Supp.68,670,691 (once in trim., Th.637, v. infr. 11); once in S. (Aj.841, a spurious passage); never in E.    II = ὡς, as, S.Ichn.296, Ar.Ach.762 (Doric), A.Th.637, Epigr.Gr.992 (Balbilla); in PCair.Zen.73.15 (iii B. C.) ου τως (corrected to οὐδ' οὕτως above the line) stands for οὐδ' ὧς.

German (Pape)

[Seite 1167] demonstr. adv., dem fragenden πῶς entsprechend, = ὥς, οὕτως, so, auf diese Art, dem ὡς entsprechend; τὼς δέ σ' ἀπεχθήρω, ὡς νῦν ἔκπαγλ' ἐφίλησα, Il. 3, 415; Od. 19, 234; Hes. Sc. 219; Tragg., wie Aesch. Spt. 466. 619 Suppl. 66. 673; ὥςπερ εἰσορῶσ' ἐμὲ αὐτοσφαγῆ πίπτοντα, τὼς αὐτοσφαγεῖς ὀλοίατο, Soph. Ai. 829. – Dor. = οὗ, wo, Theocr. ep. 4, 1.

Greek (Liddell-Scott)

τώς: δεικτικὸν ἐπίρρ. = ὥς, οὕτως, κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον, ἀνταποκρινόμενον πρὸς τὸ ἐρωτημ. πῶς, καὶ πρὸς τὸ ἀναφορ. ὡς, τὼς δὲ σ’ ἀπεχθήρω ὡς νῦν ἔκπαγλ’ ἐφίλησα Ἰλ. Γ. 415· τὼς μὲν ἔην μαλακός, λαμπρὸς δ’ ἦν ἠέλιος ὣς Ὀδ. Τ. 234, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 219, 478· τὼς γάρ οἱ φρασάτην Θεογν. 892, Παρμεν. 76· ὡσαύτως παρ’ Αἰσχύλ. ἐν Θήβ. 484, 637, ἐν Ἱκέτ. 69, 670, 691 ἅπαξ παρὰ Σοφοκλ. (Αἴ. 841, νόθον χωρίονοὐδαμοῦ παρ’ Εὐριπ. ΙΙ. Δωρικ. = οὗ, ὅπου, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 1.

French (Bailly abrégé)

1dor. p. τούς, acc. pl. masc. de l’art. ὁ, ἡ, τό;
poét. p. τούς, acc. pl. masc. du relat. ὅς, ἥ, ὅ.
2adv. démonstr.
ainsi, de cette façon : τὼς… ὡς IL, OD de la façon… que, ainsi… comme ; ὥσπερτώς SOPH comme… ainsi.
Étymologie: th. démonstr. το-, v. τό, τοῦτο, etc.