ἀρνέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149
(Bailly1_1)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><i>impf.</i> ἠρνούμην, <i>f.</i> ἀρνήσομαι, <i>ao.</i> [[ἠρνήθην]], <i>pf.</i> [[ἤρνημαι]];<br /><b>1</b> nier, avec l’inf. <i>ou</i> [[μή]] et l’inf. <i>ou</i> [[ὅτι]] [[οὐ]], [[ὡς]] [[οὐ]] et l’ind. ; <i>poét.</i> avec un part. : [[οὐ]] γὰρ εὐτυχῶν ἀρνήσομαι EUR car je ne nierai pas que je sois heureux;<br /><b>2</b> repousser, refuser ; γάμον OD repousser un hymen ; [[ἔπος]] IL une prière ; χρείαν DÉM décliner une obligation ; <i>abs.</i> refuser, dire non;<br /><b>3</b> se rétracter : ἃ δ’ [[εἶπον]] [[εἰς]] ἅπαντας [[οὐκ]] ἀρνήσομαι EUR ce que j’ai dit devant tous, je ne le rétracterai pas.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>arm.</i> uranam « nier ».
|btext=-οῦμαι;<br /><i>impf.</i> ἠρνούμην, <i>f.</i> ἀρνήσομαι, <i>ao.</i> [[ἠρνήθην]], <i>pf.</i> [[ἤρνημαι]];<br /><b>1</b> nier, avec l’inf. <i>ou</i> [[μή]] et l’inf. <i>ou</i> [[ὅτι]] [[οὐ]], [[ὡς]] [[οὐ]] et l’ind. ; <i>poét.</i> avec un part. : [[οὐ]] γὰρ εὐτυχῶν ἀρνήσομαι EUR car je ne nierai pas que je sois heureux;<br /><b>2</b> repousser, refuser ; γάμον OD repousser un hymen ; [[ἔπος]] IL une prière ; χρείαν DÉM décliner une obligation ; <i>abs.</i> refuser, dire non;<br /><b>3</b> se rétracter : ἃ δ’ [[εἶπον]] [[εἰς]] ἅπαντας [[οὐκ]] ἀρνήσομαι EUR ce que j’ai dit devant tous, je ne le rétracterai pas.<br />'''Étymologie:''' DELG cf. <i>arm.</i> uranam « nier ».
}}
{{Autenrieth
|auten=aor. inf. ἀρνήσασθαι: [[deny]], [[refuse]], [[say]] no, [[decline]]; δόμεναί τε καὶ ἀρνήσασθαι, Od. 21.345.
}}
}}

Revision as of 15:25, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρνέομαι Medium diacritics: ἀρνέομαι Low diacritics: αρνέομαι Capitals: ΑΡΝΕΟΜΑΙ
Transliteration A: arnéomai Transliteration B: arneomai Transliteration C: arneomai Beta Code: a)rne/omai

English (LSJ)

fut.

   A -ήσομαι A.Pr.268, Ar.Ec.365; also ἀρνηθήσομαι S.Ph.527 (ἀπ-), Ev.Luc.12.9: aor. Pass. ἠρνήθην freq. in Att., Th. 6.60, etc.: also aor. Med. ἠρνησάμην Hom. (v. infr.), Hdt.3.1; rare in Trag. and Att., E.Ion1026, Aeschin.2.69,3.324: pf. ἤρνημαι D. 28.24:—deny, disown, τεὸν ἔπος ἀρνήσασθαι Il.14.212, Od.8.358, etc.; ἀ. ἀμφὶ βόεσσιν h.Merc.390; ἀ. ἃ εἶπον E.Hec.303: abs., Hdt.2.174; ἀρνούμενοι ἔπαινοι negative praises, Plu.2.58a.    2 refuse, τόξον . . δόμεναί τε καὶ ἀρνήσασθαι Od.21.345, cf. Hes.Op.408, Hdt.3.1; ἀ. γάμον Od.1.249; ἀ. χρείαν decline, renounce a duty or office, D.18.282; διαθήκην Id.36.34; κληρονομίαν PFlor.61.49 (i A.D.); ζωὰν ἀ., of a suicide, AP7.473 (Aristodic.); δυνάμει τὸν βίον ἀ. S.E.M.11.163; ἀ. ἀνθρώπους cast aside humanity, Him.Or.2.10.    3 abs., say No, decline, ὁ δ' ἠρνεῖτο στεναχίζων Il.19.304; αὐτὰρ ὅ γ' ἠρνεῖτο στερεῶς 23.42, etc.    4 in expressing denial, c. inf., either without μή, deny that... A.Eu.611, E.IA966; or with μή, say that . . not... Ar.Eq.572, Antipho 3.3.7, etc.; οὐδ' αὐτὸς ἀρνεῖται μὴ οὐ . . D.C.50.22; also οὐκ ἂν ἀρνοίμην τὸ δρᾶν S.Ph.118; ἀ. ὅτι οὐ... ὡς οὐ... X.Ath.2.17, Lys. 4.1, D.9.54.    5 in expressing refusal, c. inf., ἀ. εἶναι χρηστούς Hdt.6.13: poet. also c. part., οὐ γὰρ εὐτυχῶν ἀρνήσομαι E.Alc.1158, cf. Or.1582.

German (Pape)

[Seite 356] verneinen; fut. ἀρνήσομαι, aor. ἠρνήθην u. ἠρνησάμην, letzteres in Att. Prosa selten; ἀρνησαίμην Aesch. 2, 69; ἀρνήσῃ conjunct. Eur. Ion. 1026; ἀρνήσασθαι Her. 3, 1; Homer. Formen: ἀρνεῖται Od. 1, 249. 16, 126, ἀρνείσθω 8, 43, ἠρνεῖτο Iliad. 19, 304. 23, 42 Od. 24, 126, ἀρνήσαιο Iliad. 14, 191. ἀρνήσασθαι Od. 21, 345. 8, 358 Iliad. 14, 212; – τί, etwas verweigern, τόξον, ᾧ κ' ἐθέλω, δόμεναί τε καὶ ἀρνήσασθαι Od. 21, 345; οὔτ' ἀρνεῖται γάμον οὔτε τελευτὴν ποιῆσαι δύναται 1, 249, vgl. 24, 126; ἦ ῥά νύ μοί τι πίθοιο, ἦέ κεν ἀρνήσαιο Iliad. 14, 191; τεὸν ἔπος ἀρνήσασθαι, deine Bitte abzuschlagen, Iliad. 14, 212; absol., ὁ δ' ἠρνεῖτο 19, 304, vgl. 23, 42 Od. 8, 43; – läugnen, Thuc. 6, 60; φόνους Eur. Ion. 1026; – τινίτι, Dio Chrys. I, 469; – Ggstzvon δοῦναι Her 3, 1; Aesch. Prom. 266; mit der Negat. Soph. τὸ δρᾶν Phil. 118; beim abhängigen Inf. μή, ἠρνεῖτο μὴ αὐτόχειρ γενέσθαι Xen. Hell. 7, 3, 7; ὡς οὐκ εἰσὶ τοιοῦτοι Dem. 9, 54; ἀρνηθῆναί τι μὴ γιγνώσκειν Pol. 4, 20, 11; Sp.; mit dem partic., ἀρνῇ κατακτάς Eur. Or. 1581; vgl. Al. 1161.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρνέομαι: μέλλ. -ήσομαι, Αἰσχύλ., Ἀριστοφ.· ὡσαύτως, ἀρνηθήσομαι (ἀπ-) Σοφ. Φ. 527, Καιν. Διαθ.: ἀόρ. παθ. ἠρνήθην συχν. παρ’ Ἀττ., ὡς Θουκ. 6. 60, κτλ.· ὡσαύτως μέσ. ἀόρ. ἠρνησάμην Ὅμ. (ἴδε κατωτ.), Ἡρόδ. 3. 1, ἀλλὰ σπάνιος παρ’ Ἀττ., Εὐρ. Ἴων 1026, Αἰσχίν. 37, 8., 85. 45: πρκμ. ἤρνημαι Δημ. 843. 10: ― πρβλ. ἀπ-, ἐξ-, καταρνέομαι: ἀποθ. Ἀντίθετον τῷ φημί, εἶπον, ἀρνοῦμαι, τεὸν ἔπος ἀρνήσασθαι Ἰλ. Ξ. 212, Ὀδ. Θ. 358, κτλ.· ἀρν. ἀμφί τινι Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 390· ἀρν. ἃ εἶπον Εὐρ. Ἑκ. 303· πρβλ. Ἡρόδ. 2. 174. 2) ἀντίθετον τῷ δοῦναι, ἀρνοῦμαι νὰ δώσῳ, τόξον... δόμεναι καὶ ἀρνήσασθαι Ὀδ. Φ. 345, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 406, Ἡρόδ. 3. 1· ἀρν. γάμον Ὀδ. Α. 249· καὶ ταῦτ’ ἀρνούμενος πάντα τὸν ἔμπροσθε χρόνον ταύτην τὴν χρείαν, μὴ ἀναδεχόμενος, ἀπορρίπτων ταύτην τὴν ὑπηρεσίαν, Δημ. 319. 26· ὅταν μὲν τοίνυν τὴν διαθήκην ἀρνῆται, ὅταν λέγῃ ὅτι δὲν ἔγεινεν ἡ διαθήκη, ὁ αὐτ. 955. 10· ζωὰν ἀρν., ἐπὶ αὐτοκτονίας, Ἀνθ. Π. 7. 473. 3) ἀπολ., λέγω ὄχι, δὲν θέλω, ὁ δ’ ἠρνεῖτο στεναχίζων Ἰλ. Π. 304· αὐτὰρ ὅγ’ ἠρνεῖτο στερεῶς Ψ. 42, κτλ. Σύνταξ.: ἐξηρτημέναι προτάσεις ἐκφέρονται κατ’ ἀπαρ. ἢ ἄνευ τοῦ μή, ἀρνοῦμαι ὅτι..., Ἡρόδ. 6. 13, Αἰσχύλ. Εὐμ. 611, Εὐρ. Ι. Α. 966· ἢ μετὰ τοῦ μή, λέγω ὅτι... δὲν..., Ἀριστοφ. Ἱππ. 572, Ἀντιφῶν 123. 12, Ξεν. Αθ. 2. 17, κτλ.· ἀρν. μὴ οὐ..., Δίων Κ. 50. 22· ὡσαύτως, οὐκ ἂν ἀρνοίμην τὸ δρᾶν Σοφ. Φ. 118· ἐπίσης, ἀρν. ὅτι οὐ..., ὡς οὐ... Ξεν. Ἀθην. Πολ. 2. 17, Λυσ. 100. 41, Δημ. 124, ἐν τέλει. ― ὡσαύτως ποιητ. μετὰ μετοχ., οὐ γὰρ εὐτυχῶν ἀρνήσομαι Εὐρ. Ἄλκ. 1158, πρβλ. Ὀρ. 1582.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
impf. ἠρνούμην, f. ἀρνήσομαι, ao. ἠρνήθην, pf. ἤρνημαι;
1 nier, avec l’inf. ou μή et l’inf. ou ὅτι οὐ, ὡς οὐ et l’ind. ; poét. avec un part. : οὐ γὰρ εὐτυχῶν ἀρνήσομαι EUR car je ne nierai pas que je sois heureux;
2 repousser, refuser ; γάμον OD repousser un hymen ; ἔπος IL une prière ; χρείαν DÉM décliner une obligation ; abs. refuser, dire non;
3 se rétracter : ἃ δ’ εἶπον εἰς ἅπαντας οὐκ ἀρνήσομαι EUR ce que j’ai dit devant tous, je ne le rétracterai pas.
Étymologie: DELG cf. arm. uranam « nier ».

English (Autenrieth)

aor. inf. ἀρνήσασθαι: deny, refuse, say no, decline; δόμεναί τε καὶ ἀρνήσασθαι, Od. 21.345.