δίζω: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(Bailly1_2) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br /><i>poét.</i><br />être en doute, hésiter;<br /><i><b>Moy.</b></i> δίζομαι <i>seul. prés. et impf.</i> chercher.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]]. | |btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br /><i>poét.</i><br />être en doute, hésiter;<br /><i><b>Moy.</b></i> δίζομαι <i>seul. prés. et impf.</i> chercher.<br />'''Étymologie:''' [[δίς]]. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=([[δίς]]): only ipf. δίζε, [[was]] in [[doubt]], debated, Il. 16.713†. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:26, 15 August 2017
English (LSJ)
Ep. impf.
A δίζον Il.16.713:—to be in doubt, at a loss, δίζε γὰρ ἠὲ μάχοιτο... ἦ λαοὺς ὁμοκλήσειε l.c.; δίζω ἤ σε θεὸν μαντεύσομαι ἢ ἄνθρωπον Orac. ap. Hdt.1.65:—Med., δ. ὅτι... μή... Eus.Mynd.58, Tryph.240. II Med., = δίζημαι 11, ἄτεκνον ἔριθον δίζεσθαι Hes.Op. 603 codd.; δίζεαι Theoc.25.37; δίζετο Bion Fr.14.2, Coluth.81, Epic. in Arch.Pap.7.9, etc.; διζόμεσθα Herod.8.12; δίζοντο Q.S.4.16; opt. δίζοιτο Ecphant. ap. Stob.4.7.64; part. διζόμενος APl.4.146, Epigr.Gr.226.10. (Perh. fr. δίς, cf. διστάζω.)
German (Pape)
[Seite 623] ungewiß sein, unschlüssig sein, zweifeln; verwandt δίζημαι, Wurzel Ζε-? verwandt δύο, δίς, Wurzel ΔFι-? Vgl. Curtius Grundz. d. Griech. Etymol. 2, 196. Homer einmal, Iliad. 16, 713 δίζε γὰρ ἠὲ μάχοιτο κατὰ κλόνον αὖτις ἐλάσσας, ἦ λαοὺς ἐς τεῖχος ὁμοκλήσειεν ἀλῆναι. Oracul. bei Herodot. 1, 65 δίζω ἤ σε θεὸν μαντεύσομαι ἢ ἄνθρωπον. VLL. ζητῶ; ἐδ ίζη σα· ἐζήτησα Hesych. – Med. δίζομαι, = δίζημαι, Ep. ad. 305 (Plan. 146); Coluth. 80; δίζεαι Theocr. 25, 37; δίζεσθαι Hes. O. 601 Democrit. Stob. flor. 1, 40 Ap. Rh. 1, 1303. 4, 508, für δίζησθαι; auch bei Her. oft v. l.; διζόμενος Qu. Sm. 10, 447.
Greek (Liddell-Scott)
δίζω: Ἐπ. παρατ. δίζον Ἰλ.· - διατελῶ ἐν ἀμφιβολίᾳ, ἀμφιβάλλω, δίζε γὰρ ἠὲ μάχοιτο… , ἦ λαοὺς… ὁμοκλήσειεν Ἰλ. ΙΙ. 713· δίζω ἤ σε θεὸν μαντεύσομαι Χρησμ. παρ' Ἡροδ. 1. 65· - τὸ μέσ. δίζομαι συχν. εὕρηται ἀντὶ τοῦ δίζημαι, ὡς ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 601, ἐν παλαιαῖς ἐκδόσεσι τοῦ Ἡροδότου, κτλ.· ἀλλὰ τὰ χωρία ταῦτα διωρθώθησαν κατὰ τὸ πλεῖστον ἐκ χφων, καὶ ὁ Δινδ. ἐπιτρέπει μόνον τὸ δίζομαι χάριν τοῦ μέτρου παρὰ μεταγ. ποιηταῖς, ὡς Θεόκρ. 25. 37, Βίων 11. 2, Κόϊντ. Σμ. 10. 447, Ἀνθ. Πλαν. 4 146, Κόλουθ. 80, Συλλ. Ἐπιγρ. 3123. (Ἡ σημασία τοῦ δίζω ὑποδεικνύει σχέσιν πρὸς τὰ δι-, δίς, disceptare, ἐνῷ τὸ δίζημαι κατά τε τὴν σημασίαν καὶ τὴν μορφὴν φαίνεται ἔχον στενὴν συγγένειαν πρὸς τὸ ζητέω, ἴδε Curt. Gr. Et. σ. 572).
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
poét.
être en doute, hésiter;
Moy. δίζομαι seul. prés. et impf. chercher.
Étymologie: δίς.