δηλέομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source
(Bailly1_1)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><i>f.</i> δηλήσομαι, <i>ao.</i> ἐδηλησάμην, <i>pf.</i> δεδήλημαι;<br /><b>1</b> blesser, endommager, détruire : τινα χαλκῷ OD blesser <i>ou</i> tuer qqn avec le fer ; δ. ποτῷ THCR troubler la raison <i>ou</i> enivrer avec une potion magique ; καρπόν IL détruire une récolte ; γῆν HDT ravager un pays ; <i>fig.</i> ὅρκια δ. IL violer des serments;<br /><b>2</b> être funeste, nuire : δ. τινά, nuire à qqn ; ὅσα ἐδηλήσαντ’ OD tous les maux qu’ils ont faits.<br />'''Étymologie:''' cf. [[δαίω]].
|btext=-οῦμαι;<br /><i>f.</i> δηλήσομαι, <i>ao.</i> ἐδηλησάμην, <i>pf.</i> δεδήλημαι;<br /><b>1</b> blesser, endommager, détruire : τινα χαλκῷ OD blesser <i>ou</i> tuer qqn avec le fer ; δ. ποτῷ THCR troubler la raison <i>ou</i> enivrer avec une potion magique ; καρπόν IL détruire une récolte ; γῆν HDT ravager un pays ; <i>fig.</i> ὅρκια δ. IL violer des serments;<br /><b>2</b> être funeste, nuire : δ. τινά, nuire à qqn ; ὅσα ἐδηλήσαντ’ OD tous les maux qu’ils ont faits.<br />'''Étymologie:''' cf. [[δαίω]].
}}
{{Autenrieth
|auten=fut. δηλήσομαι, aor. (ἐ)δηλήσαντο: [[harm]], [[slay]], [[lay]] [[waste]]; τινὰ χαλκῷ, Od. 22.368; καρπόν, Il. 1.156; abs., Il. 14.102; met., μή [[τις]] ὑπερβασίῃ Διὸς ὅρκια δηλήσηται, Il. 3.107.
}}
}}

Revision as of 15:26, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δηλέομαι Medium diacritics: δηλέομαι Low diacritics: δηλέομαι Capitals: ΔΗΛΕΟΜΑΙ
Transliteration A: dēléomai Transliteration B: dēleomai Transliteration C: dileomai Beta Code: dhle/omai

English (LSJ)

(A), Dor. δᾱλ- Theoc.15.48: fut. -ήσομαι: aor. ἐδηλησάμην: pf. δεδήλημαι, prob. in act. sense, E.Hipp.175 (in pass. sense, Hdt.4.198, 8.100):    I mostly of persons, hurt, do a mischief to, μήπως [ἵππους] δηλήσεαι, by accident, Il.23.428; also on purpose, Ἀχαιοὺς ὑπὲρ ὅρκια δηλήσασθαι 4.67; ἠέ σε . . ἄνδρες ἐδηλήσαντο did thee a mischief, i.e. slew thee, Od.11.401; μή με . . δηλήσεται ὀξέϊ χαλκῷ (Ep. subj.) 22.368; of the sword, ῥινὸν δηλήσατο χαλκός ib. 278; ἄλλον δηλήσομαι, ἄλλον ὀνήσω h.Merc.541; δ. τινὰ ἔργμασι λυγροῖς Mimn.7, = Thgn.795: in Ion. Prose, ἵνα μὴ ἔχοιέν σφεας δηλέεσθαι Hdt.6.36, cf. 7.51; πλεῖστόν σφεας ἐδηλέετο ἡ ἐσθής Id.9.63; τοὺς . . ποτῷ δαλήσατο Κίρκα Theoc.9.36.    II of things, damage, spoil, καρπὸν ἐδηλήσαντ' Il.1.156; so in Hdt., γῆν δ. πολλά 4.115; ἅλμην ἐπανθέουσαν, ὥστε καὶ τὰς πυραμίδας δηλέεσθαι Id.2.12: freq. in Hom. in the phrase, ὅρκια δηλήσασθαι violate a truce, Il.3.107, al.; of thieves, μή τις . . δηλήσεται (Ep. subj.) should steal them, Od.8.444, cf. 13.124.    2 abs., to do mischief, be hurtful, ἔνθα κε σὴ βουλὴ δηλήσεται Il.14.102: c. acc. cogn., ἠδ' ὅσα . . ἄνδρες ἐδηλήσαντο all the mischief they did, Od.10.459. (Ep., Ion., and rarely Dor., Theoc. Il. cc.; cf. δάλλει, πανδάλητος, and perh. ἀδαλές.)
δηλέομαι (B), only in fut. Pass., δηληθήσονται· θεωρηθήσονται, Hsch.

German (Pape)

[Seite 560] dep. med., zu Grunde richten, tödten, vernichten, zerstören, beschädigen, verletzen, verwunden, plündern, rauben; absolut, = Schadenanrichten, schaden, schädlich sein; Apoll. Lex. Hom. 58, 7 δηλήσασθαι· διαφθεῖραι, διακόψαι; 62, 12 ἐδηλήσαντο· ἐκακοπάθησαν, ἔβλαψαν. Vgl. δαίω, δαλός, δήιος, δηιόω und das Latein. deleo (??). Bei Homer erscheint δηλέομαι öfters im aorist. 1. med.; ein Paar Homerische Formen können sowohl für conjunctiv. aorist. 1. med. gelten als für indicativ. futur.; in anderen Formen bei Homer nicht. Uebersicht der Homerischen Formen und Stellen: δηλήσατο Odyss. 22, 278; ἐδηλήσαντο Iliad. 1, 156 Odyss. 10, 459. 11, 401. 408. 24, 111; δηλήσαντο Iliad. 4, 236. 271; δηλήσηται Iliad. 3, 107; δηλήσαιτο Odyss. 13, 124; δηλήσασθαι Iliad. 4, 67. 72; δηλήσεαι, conj. aor. oder ind. fut., Iliad. 23, 428; δηλήσεται, conj. aor. oder ind. fut., Iliad. 14, 102 Odyss. 8, 444. 22, 368. Auch das einzige Homerische composit., διαδηλέομαι, erscheint bei Homer nur im aorist. 1. med., διεδηλήσαντο Odyss. 14, 37. Absolut ist δηλέομαι gebraucht Iliad. 14, 102 ἔνθα κε σὴ βουλὴ δηλήσεται, ὄρχαμε λαῶν; mit Griech. accusat. Odyss. 10, 459 οἶδα ἠμὲν ὅσ' ἐν πόντῳ πάθετ' ἄλγεα, ἠδ' ὅσ' ἀνάρσιοι ἄνδρες ἐδηλήσαντ' ἐπὶ χέρσου; Iliad. 4, 236. 271 πρότεροι ὑπὲρ ὅρκια δηλήσαντο, über den Eid hinaus, d. h. gegen den Eid; vgl. Iliad. 4, 67. 72 ὥς κε Τρῶες Ἀχαιοὺς ἄρξωσι πρότεροι ὑπὲρ ὅρκια δηλήσασθαι und Iliad. 3, 107 μή τις ὑπερβασίῃ Διὸς ὅρκια δηλήσηται; Iliad. 1, 156 οὐδέ ποτ' ἐν Φθίῃ καρπὸν ἐδηλήσαντο, die Feldfrucht verwüsten; Odyss. 8, 444 αὐτὸς νῦν ἴδε πῶμα, θοῶς δ' ἐπὶ δεσμὸν ἴηλον, μή τίς τοι καθ' ὁδὸν δηλήσεται, ὁππότ' ἂν αὖτε εὕδῃσθα ὕπνον, stehlen; Iliad. 23, 428 ἀλλ' ἄνεχ' ἵππους· στεινωπὸς γὰρ ὁδός, τάχα δ' εὐρυτέρῃ παρελάσσεις, μή πως ἀμφοτέρους δηλήσεαι ἅρματι κύρσας: Einige verstehen unter ἀμφοτέρους die Pferde des Angeredeten, Andere wohl richtiger die beiden Menschen, den Sprecher und den Angeredeten; Odyss. 22, 278 Αμφιμέδων Τηλέμαχον βάλε χεῖρ' ἐπὶ καρπῷ λίγδην, ἄκρην δὲ ῥινὸν δηλήσατο χαλκός; Odyss. 22, 368 μή με δηλήσεται ὀξέι χαλκῷ, damit er mich nicht tödte; Odyss. 11, 401 τίς νύ σε κὴρ ἐδάμασσε θανάτοιο; – ἦέ σ' ἀνάρσιοι ἄνδρες ἐδηλήσαντ' ἐπὶ χέρσου; – Hom. hymn. Cer. 228 δηλήσεται; Gegensatz ὀνίνημι Hom. hymn. Merc. 541 ἀνθρώπων δ' ἄλλον δηλήσομαι, ἄλλον ὀνήσω. – Praes. und imperfect. bei Herodt.: δηλέεσθαι 6, 36; δηλῆται 4, 187; ἐδηλέετο 9, 63; – δηλήσασθαι τὴν στρατιήν 7, 51; τὴν γῆν δηλησαμένας πολλά 4, 115; – perfect. δεδήληται in passiver Bdtg 4, 198. 8, 100; activisch und passivisch kann genommen werden das praes. δηλέεσθαι 2, 12. – Perfect. δεδήληται passivisch auch Eur. Hipp. 175. – Das activ. Xen. Oec. 10, 3 beruht wohl auf falscher Lesart. – Dorisch Theocr. 9, 36 τὼς δ' οὔτι ποτῷ δαλήσατο Κίρκα, vgl. Parthen. 29 οἴνῳ πολλῷ δηλησαμένη αὐτὸν ἤγαγεν εἰς ἐπιθυμίαν κτἑ.

Greek (Liddell-Scott)

δηλέομαι: Δωρ. δᾱλ- Θεόκρ. 15. 48· ― μέλλ. –ήσομαι· ἀόρ. ἐδηλησάμην· πρκμ. δεδήλημαι Εὐρ. Ἱππ. 175 (ἀλλ’ ἐπὶ παθητ. ἐννοίας, Ἡρόδ. 4. 198., 8. 100· ― τὸ ἐνεργ. δηλήσω, ήσας μόνον ἐν Χρησμ. Σιβ. 7. 44, 28)· μάλιστα τὸ ῥῆμα καὶ ἅπαντα τὰ παράγωγα (πλὴν τοῦ δήλημα) σχεδὸν ἄγνωστα εἶνε παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ.· ἀντ’ αύτῶν δὲ εἶνε ἐν χρήσει τὸ βλάπτω Ἀποθετ. Ι. συνήθως ἐπὶ προσώπων, βλάπτω ἐπιφέρω βλάβην εἴς τινα, μήπως [ἵππους] δηλήσεαι, κατὰ τύχην, Ἰλ. Ψ. 428· ἀλλ’ ὡσαύτως ἐπίτηδες, Ἀχαιοὺς ὑπὲρ ὅρκια δηλήσασθαι Δ. 66· ἠέ σε… ἄνδρες ἐδηλήσαντο, σὲ ἔβλαψαν, δηλ. σὲ ἐφόνευσαν, Ὀδ. Λ. 401· μὴ με... δηλήσεται ὀξέει χαλκῷ (ἐπικῶς ἀντὶ -ηται) Χ. 368· ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ ξίφους, ῥινὸν δηλήσατο χαλκὸς αὐτοθι 278· οὕτω παρὰ τοῖς πεζοῖς Ἴωσιν. ἴνα μὴ ἔχοιέν σφεας δηλέεσθαι Ἡρόδ. 6. 36, πρβλ. 7. 51· πλεῖστόν σφεας ἐδηλέετο ἡ ἐσθὴς ὁ αὐτ. 9. 63· ― βλάπτω διὰ μαγικῶν ποτῶν, Θεοκρ. 9. 36. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, βλάπτω, φθείρω, καταστρέφω, καρπὸν ἐδηλήσαντ’ Ἰλ. Α. 156· οὕτω παρ’ Ἡροδ., γῆν δηλησάμενος 4. 115· ἅλμην ἐπανθέουσαν, ὥστε καὶ τὰς πυραμίδας δηλέεσθαι 2. 12· ― παρ’ Ὁμ. ίδίως ἐν τῇ φράσει ὅρκια δηλήσασθαι, παραβαίνειν τὴν συνθήκην ἢ ἀνακωχήν, Ἰλ. Γ. 107, κτλ.·― ἐπὶ κλεπτῶν, μὴ τις... δηλήσεται (Ἐπ. ὑποτακτ.), μήπως τις τὰ κλέψῃ, Ὀδ. Θ. 444. πρβλ. Ν. 124. 2) ἀπολ., φέρω βλάβην, εἶμαι ἐπιβλαβής, ἔνθα κε σὴ βουλὴ δηλήσεται Ἰλ. Ξ. 102· μετὰ συστοίχ. αἰτιατ. ἠδ’ ὅσα ... ἄνδρες ἐδηλήσαντο, ὅσην βλάβην ἐπήνεγκον, Ὀδ. Κ. 459.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
f. δηλήσομαι, ao. ἐδηλησάμην, pf. δεδήλημαι;
1 blesser, endommager, détruire : τινα χαλκῷ OD blesser ou tuer qqn avec le fer ; δ. ποτῷ THCR troubler la raison ou enivrer avec une potion magique ; καρπόν IL détruire une récolte ; γῆν HDT ravager un pays ; fig. ὅρκια δ. IL violer des serments;
2 être funeste, nuire : δ. τινά, nuire à qqn ; ὅσα ἐδηλήσαντ’ OD tous les maux qu’ils ont faits.
Étymologie: cf. δαίω.

English (Autenrieth)

fut. δηλήσομαι, aor. (ἐ)δηλήσαντο: harm, slay, lay waste; τινὰ χαλκῷ, Od. 22.368; καρπόν, Il. 1.156; abs., Il. 14.102; met., μή τις ὑπερβασίῃ Διὸς ὅρκια δηλήσηται, Il. 3.107.