παρακαταβάλλω: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
(Bailly1_4)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=déposer auprès : ὕλην IL déposer du bois tout auprès ; ζῶμά τινι IL ceindre qqn d’une ceinture.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[καταβάλλω]].
|btext=déposer auprès : ὕλην IL déposer du bois tout auprès ; ζῶμά τινι IL ceindre qqn d’une ceinture.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[καταβάλλω]].
}}
{{Autenrieth
|auten=aor. 2 [[παρακάββαλον]]: [[throw]] [[down]] [[beside]] [[one]], ‘[[lay]] in [[one]]'s [[reach]],’ Il. 23.167 and 683.
}}
}}

Revision as of 15:27, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακαταβάλλω Medium diacritics: παρακαταβάλλω Low diacritics: παρακαταβάλλω Capitals: ΠΑΡΑΚΑΤΑΒΑΛΛΩ
Transliteration A: parakatabállō Transliteration B: parakataballō Transliteration C: parakatavallo Beta Code: parakataba/llw

English (LSJ)

   A throw down beside, παρακάββαλον [Ep. for παρακατέβαλον] ἄσπετον ὕλην Il.23.127; ζῶμα δέ οἱ πρῶτον παρακάββαλεν he put a waistband on him, ib.683.    II make a claim to property together with a deposit (παρακαταβολή) to be forfeited in case of failure, IG5(2).357.58 (Stymphalus), Foed.Delph.Pell.4A7; esp. at Athens,    1 in a διαδικασία κλήρου, of a claimant by descent, will, etc., as against collateral heirs, οὑτοσὶ παρακατέβαλε τοῦ κλήρου ὡς υἱὸς γνήσιος D.44.42, cf. 43.5; ἑαυτῷ κατὰ δόσιν π. ls.4.10, cf. Poll.8.32, Harp. and Suid. s.v. παρακαταβολὴ καὶ παρακαταβάλλειν.    2 of a claimant who enters a διαμαρτυρία μὴ ἐπίδικον τὸν κλῆρον εἶναι, Is.6.12.    3 of one who claims property as his own which has been confiscated to the state, Harp., Suid.    III Med., π. ψήφισμα annex a decree to their manifesto, Plb.4.25.6.

German (Pape)

[Seite 481] (s. βάλλω), eigtl. daneben niederwerfen, niederlegen; παρακάββαλον ὕλην, Il. 23, 127; ζῶμα δέ οἱ πρῶτον παρακάββαλεν, legte ihm einen Gürtel um, ib. 683; – παρακαταβάλλειν τινὰ τοῦ κλήρου, Dem. 43, 5 Is. 4, 4 u. öfter in attischer Gerichtssprache, mit Einem um das Erbschaftsrecht streiten, wobei eine Geldsumme beim Gericht niedergelegt werden mußte, die verfiel, wenn der Prozeß verloren ging; absolut, 6, 12; Poll. 8, 32; – παρακαταβάλλεσθαι ψήφισμα, Pol. 4, 25, 6, öffentlich auslegen.

Greek (Liddell-Scott)

παρακαταβάλλω: ῥίπτω κάτω πλησίον, παρακάββαλον [Ἐπικ. ἀντὶ παρακατέβαλον] ἄσπετον ὕλην Ἰλ. Ψ. 127· ζῶμα δὲ οἱ πρῶτον παρακάββαλεν, «περίζωμα δὲ αὐτῷ πρῶτον περιέθηκε» (Θ. Γαζῆς), ἢ κατ’ ἄλλους ἔρριψε πλησίον αὐτοῦ τὸ περίζωμα ἵνα τὸ λάβῃ, αὐτόθι 683. ΙΙ. ὡς δικανικὸς ὅρος, ἐγείρω ἀξιώσεις ἐπὶ περιουσίας ἐν ὡρισμέναις περιστάσεσιν ὅτε ὁ ἐγείρων τὰς ἀξιώσεις ὤφειλε νὰ καταβάλῃ ποσόν τι χρημάτων καλούμενον παρακαταβολή, ὅπερ ἐδημεύετο ἐν περιπτώσει ἀποτυχίας. 1) ἐν διαδικασίᾳ κλήρου (ἴδε διαδικασία), ὅτε περιουσία τις διημφισβητεῖτο ὑπὸ πολλῶν κληρονόμων, (οἱ ἀμφισβητοῦντες ἢ ἐπιδικαζόμενοι τοῦ κλήρου), ἕτερος δέ τις ἔχων ἀξιώσεις ἐκ καταγωγῆς ἢ διαθήκης ἀπῄτει αὐτοῦ πρώτου αἱ ἀξιώσεις νὰ ἀκουσθῶσιν· ὁ τοιοῦτος ἔδει νὰ καταθέσῃ ὡς παρακαταβολὴν τὸ δέκατον τοῦ ποσοῦ οὗ τὴν κληρονομίαν αὐτὸς ἀπῄτει, καὶ τοῦτο ἐλέγετο παρακαταβάλλειν τοῦ κλήρου· οὐτοσὶ παρακατέβαλε τοῦ κλήρου ὡς υἱὸς γνήσιος Δημ. 1093, 6, πρβλ. 1092, 10, 20., 1051. 22., Ἰσαῖ. 47. 25, Πολυδ. Η΄, 39· ὁ τοιοῦτος ἠδύνατο νὰ ἐγείρῃ ἀξιώσεις καὶ ἐπὶ περιουσίας ἤδη εὑρισκόμενος ἐν χερσὶν ἀπωτέρων συγγενῶν, Νόμ. παρὰ Δημ. 1054. 27 κἑξ., Ἁρποκρ., Σουΐδ., ἐν λ. παρακαταβολὴ καὶ παρακαταβάλλειν. 2) ὅτε περιουσία τις ἐκηρύχθη ἐπίδικος, (ὃ ἴδε), καὶ κληρονόμος τις ἐκ καταγωγῆς εἰσάγει διαμαρτυρίαν μὴ ἐπίδικον τὸν κλῆρον εἶναι (ἴδε διαμαρτυρία), καὶ οὕτως ἐξασφαλίζει προτεραιότητα εἰς τὴν ἀπαίτησίν του, περὶ τούτου λέγεται, παρακαταβάλλειν καὶ διαμαρτυρεῖν, πρβλ. Ἰσαῖ. 56. 25 πρὸς 57. 20. 3) ἐν περιπτώσει ἀπογραφῆς (ὃ ἴδε), ὅτε τις οἱοσδήποτε ἤγειρεν ἀξιώσεις ἐπὶ περιουσίας δημευθείσης· πρβλ. Ἁρποκρ. καὶ Σουΐδ. ἔνθ’ ἀνωτέρω, Σουΐδ. ἐν λ. ἐνεπίσκημμα καὶ ἐνεπισκήψασθαι· ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει ἡ παρακαταβολὴ ἦτο τὸ πέμπτον τῆς περιουσίας ἐφ’ ἧς ἠγέρθησαν ἀξιώσεις, Πολυδ. Η΄, 39. ΙΙΙ. παρακαβάλλεσθαι ψήφισμα, ἐπισυνάπτειν ψήφισμα εἰς τὴν γινομένην δήλωσιν , Πολύβ. 4. 25, 6.

French (Bailly abrégé)

déposer auprès : ὕλην IL déposer du bois tout auprès ; ζῶμά τινι IL ceindre qqn d’une ceinture.
Étymologie: παρά, καταβάλλω.

English (Autenrieth)

aor. 2 παρακάββαλον: throw down beside one, ‘lay in one's reach,’ Il. 23.167 and 683.