ῥίζα: Difference between revisions
τὸ μὴ γενέσθαι κρεῖσσον ἢ φῦναι βροτοῖς → not existing is better for mortals than being born, not to be born is better than life for mortals
(Bailly1_4) |
(Autenrieth) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br />racine;<br /><b>I.</b> <i>au propre ; particul.</i> racine médicinale;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> racine d’une chose (de l’œil, des cheveux, <i>etc.</i>), pied d’une montagne, fondement de la terre;<br /><b>2</b> souche d’une famille ; race, famille;<br /><b>3</b> source <i>ou</i> origine d’une chose (du bien, du mal, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' p. *Ϝρίζα, cf. <i>lat.</i> radix, <i>all.</i> Würzel. | |btext=ης (ἡ) :<br />racine;<br /><b>I.</b> <i>au propre ; particul.</i> racine médicinale;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i><br /><b>1</b> racine d’une chose (de l’œil, des cheveux, <i>etc.</i>), pied d’une montagne, fondement de la terre;<br /><b>2</b> souche d’une famille ; race, famille;<br /><b>3</b> source <i>ou</i> origine d’une chose (du bien, du mal, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' p. *Ϝρίζα, cf. <i>lat.</i> radix, <i>all.</i> Würzel. | ||
}} | |||
{{Autenrieth | |||
|auten=[[root]]; [[fig]]., of the [[eye]], Od. 9.390. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:33, 15 August 2017
English (LSJ)
ης, ἡ: Ion. nom.
A ῥίζη Hp. ap. Erot., acc. ῥίζην Marc.Sid.89 (before a vowel), but ῥίζαν Il.11.846 (whence Ion. nom. ῥίζα may be inferred):—root, Od.10.304, 23.196, etc.; used as a medicine, Il.11.846; ῥ. ἐλατήριος, of a purgative medicine, Hp.Epid.5.34: mostly in pl., roots, Il.12.134, Od.12.435, etc.; δένδρεα μακρὰ αὐτῇσιν ῥίζησι Il.9.542: hence 2 metaph., roots of the eye, Od.9.390 (but ῥίζας ἐν ὄσσοις αἱματῶπας in E.HF933 prob. bloodshot streaks); the roots or foundations of the earth, Hes.Op.19; χθόνα . . αὐταῖς ῥ. πνεῦμα κραδαίνοι A.Pr.1047 (anap.); ἰπούμενος ῥίζαισιν Αἰτναίαις ὕπο ib.367; of feathers, hair, etc., Pl.Phdr.251b, Arist.HA518b14; of the teeth, Id.GA789a13; γαστρὸς ῥ. ὀμφαλός Id.HA493a18, etc. 3 τὸν πόλεμον ἐκ ῥιζῶν ἀνῄρηκε 'root and branch', Plu.Pomp.21, cf. Heraclid. Pont. ap. Ath.12.523f; ἐκ ῥιζῶν ἀπώλεσεν LXX Jb.31.12; cf. ῥιζόθεν, πρόρριζος. II that from which anything springs as from a root, ῥίζαν ἀπείρου τρίταν a third continental foundation, of Libya, Pi.P.9.8; ἀστέων ῥ., of Cyrene, as the root or original of the Cyrenaic Pentapolis, ib.4.15; root or stock from which a family springs, ῥ. σπέρματος Id.O.2.46, cf. I.8(7).61, A.Ag.966, S.Aj.1178, etc.; so, race, family, A.Th.755 (lyr.), E.IT610, OGI383.31 (Nemrud Dagh, i B.C.), etc.; συκοφάντου . . σπέρμα καὶ ῥ. D.25.48; sect, party, Jul. Gal.106e; also ῥ. κακῶν E.Fr.912.11 (anap.); ἀρχὴ καὶ ῥ. παντὸς ἀγαθοῦ Epicur.Fr.409, cf. 1 Ep.Ti.6.10; πηγὴ καὶ ῥ. καλοκἀγαθίας Plu. 2.4c; ἀρχαὶ καὶ ῥ. γῆς καὶ θαλάττης Arist.Mete.353b1, etc.; cf. ῥίζωμα 11. 2 base, foundation, ῥ. πάντων καὶ βάσις ἁ γᾶ ἐρήρεισται Ti. Locr.97e, cf. Pl.Ti.81c; base of a vertical pillar, Procl.Hyp.3.23; τῶν λόφων Onos.10.6. 3 Math., root or base of a series, Anatolius ap.Theol.Ar.9. (Aeol. βρίζα (q.v.): cf. Goth. waúrts, Lat. radix.)
German (Pape)
[Seite 842] ἡ, die Wurzel; Hom. und Folgende; auch mannichfach übertr., z. B. die Wurzeln des Auges, Od. 9, 390; vgl. Eur. Herc. Fur. 933 u. Qu. Sm. l 2, 396; γαίης ἐν ῥίζῃσιν, Hes. O. 19; χθόνα δ' ἐκ πυθμένων αὐταῖς ῥίζαις πνεῦμα κραδαίνοι, Aesch. Prom. 1049; Alles, was wurzelartig von einem Stamme ausgeht, χθονὸς τρίτη, Pind. P. 9, 8, wo man die drei Erdtheile als Wurzeln des Festlandes betrachten soll; auch dasjenige, woraus, wie aus einer Wurzel, neue Entwickelungen hervorgehen, ἀστέων μελησίμβροτος, σπέρματος, P. 4, 15 Ol. 2, 46, vgl. . 7, 55; des Geschlechtes, γένους ἅπαντος ῥίζαν ἐξημημένος, Soph. Ai. 1157; ἀπ' εὐγενοῦς τινος ῥίζης πέφυκας, Eur. I. T. 610; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 1642; Ὁμήρου, Ep. ad. 486 (Plan. 297); vgl. Antp. Sid. 44 (Plan. 298); ῥίζα πάντων καὶ βάσις τῶν ἄλλων, Tim. Locr. 97 e; τὴν κεφαλὴν καὶ ῥίζαν ἡμῶν, Plat. Tim. 90 b; Folgde; τριχός, Arist. H. A. 3, 11; auch ῥίζα τοῦ λόφου, Pol. 2, 66, 10, u. a. Sp.; des Meeres, Opp. Hal. 4, 544; πολέμου, Plut. Crass. 11.
Greek (Liddell-Scott)
ῥίζα: ης, ἡ αἰτ. ῥίζην ἀντὶ τοῦ ῥίζαν Μάρκελλ. Σιδήτης 89 χάριν τοῦ μέτρου (ἴδε κατωτ.)˙ - ῥίζα, Ὀδ. Κ. 304, Ψ. 196, Ἀττ. ὡς φάρμακον, Ἰλ. Κ. 846 ῥ. ἐλατήριος, καθαρτικὸν φάρμακον, καθάρσιον, Foës Oecon. Hipp.˙ - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., αἱ ῥίζαι, Ἰλ. Μ. 134, Ὀδ. Μ. 435, κτλ. δένδρεα μακρὰ αὐτῇσι ῥίζῃσι Ἰλ. Ι. 542 ἐντεῦθεν 2) ἐπὶ πολλῶν μεταφορικῶν χρήσεων, π.χ. αἱ ῥίζαι τῶν ὀφθαλμῶν, Ὀδ. Ι. 390, πρβλ. Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 933˙ αἱ ῥίζαι ἢ τὰ θεμέλια τῆς γῆς, Ἡσ. Ἔργ. Κ. Ἡμ. 19˙ χθόνα ... αὐταῖς ῥίζαις πνεῦμα κραδαίνοι Αἰσχύλ. Πρ. 1047˙ ἰπούμενος ῥίζαισιν Αἰτναίαις ὕπο αὐτόθι 365˙ ἐπὶ πτερῶν, τριχῶν, κτλ., Πλάτ. Φαῖδρ. 251Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 12˙ τῶν ὀδόντων, ὁ αὐτ. Π. Ζ. Γεν. 5. 8, 9˙ γαστρὸς ῥ. ὁ ὀμφαλὸς ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 1, κτλ. 3) ἐκ ῥιζῶν ἀναιρεῖν, radicitus, Πλουτ. Πομπ. 21, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 523F˙ πρβλ. ῥιζόθεν, πρόρριζος. ΙΙ. τὸ ὡς ῥίζα ἀπὸ τοῦ αὐτοῦ πρέμνου φυόμενον, ὅθεν ὁ Πίνδαρος καλεῖ τὴν Λιβύην τρίτην ῥίζαν χθονός, θεωρῶν τὴν γῆν ὡς διῃρημένην εἰς τρεῖς ἠπείρους, Π. 9. 14. ΙΙΙ. ὡσαύτως, τὸ πρᾶγμα ἐξ οὗ ἄλλο τι φύεται ἢ παράγεται οἰονεὶ ἀπὸ ῥίζης, ἀστέων ῥίζα, ἐπὶ τῆς Κυρήνης ὡς τῆς μητρὸς ἢ ἀρχῆς τῆς Κυρηναϊκῆς πενταπόλεως, ὁ αὐτ. ἐν Π. 4. 26˙ ἡ ῥίζα ἢ ἀρχὴ ἐξ ἧς οἰκογένειά τις κατάγεται, Λατ. stirps, ῥ. Σπέρματος, γένους, κτλ., ὁ αὐτ. ἐν Ο. 2. 83, Ι. 8 (7). 123, Αἰσχύλ. Ἀγ. 966, Σοφ. Αἴ. 1178, κτλ.˙ ὅθεν, γένος, οἰκογένεια, Αἰσχύλ. Θήβ. 755, Εὐρ. Ι. Τ. 610, κτλ.˙ συκοφάντου ... σπέρμα καὶ ῥ. Δημ. 784. 28˙ ὡσαύτως, ῥ. κακῶν, ὡς τὸ τοῦ Οὐεργιλίου fons et origo mali, Εὐρ. Ἀποσπ. 904˙ 11˙ παντὸς ἀγαθοῦ Ποιητὴς παρ’ Ἀθην. 280 Α καλοκαγαθίας Πλούτ. 2. 4Β ἀρχαὶ καὶ ῥ. γῆς καὶ θαλάττης Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 2, κτλ. πρβλ. ῥίζωμα ΙΙ. 2) θεμέλιον, ῥ. πάντων καὶ βάσεις ἀ γᾶ ἐρήρεισται Τίμ. Λοκρ. 97 Ε, πρβλ. Πλάτ. Τιμ. 81C. (Αἰολ. βρίσδα˙ -πρβλ. rad-ix Γοτθ. vaurt-s Ἀρχ. Γερμ. wurz-a (wurzel, wurtz) παρ’ Ἄγγλοις root ἴδε Κουρτ. ἀρ. 515).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
racine;
I. au propre ; particul. racine médicinale;
II. p. anal.
1 racine d’une chose (de l’œil, des cheveux, etc.), pied d’une montagne, fondement de la terre;
2 souche d’une famille ; race, famille;
3 source ou origine d’une chose (du bien, du mal, etc.).
Étymologie: p. *Ϝρίζα, cf. lat. radix, all. Würzel.