βασίλεια: Difference between revisions

From LSJ

ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek

Source
(21)
(21)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[queen]]; the [[queen]]'s [[daughter]], the [[princess]], is termed [[βασίλεια]] in Od. 6.115 ; [[βασίλεια]] γυναικῶν, ‘[[queen]] [[among]] women’ (cf. [[δῖα]] γυναικῶν), Od. 11.258.
|auten=[[queen]]; the [[queen]]'s [[daughter]], the [[princess]], is termed [[βασίλεια]] in Od. 6.115 ; [[βασίλεια]] γυναικῶν, ‘[[queen]] [[among]] women’ (cf. [[δῖα]] γυναικῶν), Od. 11.258.
}}
{{Slater
|sltr=<b>βᾰςῐλεια, -ίλεα</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[queen]] ἀλλὰ [[θεῶν]] βασίλεα σπερχθεῖσα θυμῷ [[πέμπε]] δράκοντας [[ἄφαρ]] (Heyne: [[βασίλεια]] codd: [[βασιλέα]] Boeckh. i. e. [[Hera]]) (N. 1.39) ὦ λιπαρᾶς ἀοίδιμοι βασίλειαι Χάριτες Ἐρχομενοῦ (O. 14.3) ἰὴ ἰὲ βασίλειαν Ὀλυμπίων νύμφαν ἀριστόποσιν Πα. 21. 3, 11, 19, 27.
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>βᾰςῐλεια, -ίλεα</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[queen]] ἀλλὰ [[θεῶν]] βασίλεα σπερχθεῖσα θυμῷ [[πέμπε]] δράκοντας [[ἄφαρ]] (Heyne: [[βασίλεια]] codd: [[βασιλέα]] Boeckh. i. e. [[Hera]]) (N. 1.39) ὦ λιπαρᾶς ἀοίδιμοι βασίλειαι Χάριτες Ἐρχομενοῦ (O. 14.3) ἰὴ ἰὲ βασίλειαν Ὀλυμπίων νύμφαν ἀριστόποσιν Πα. 21. 3, 11, 19, 27.
|sltr=<b>βᾰςῐλεια, -ίλεα</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[queen]] ἀλλὰ [[θεῶν]] βασίλεα σπερχθεῖσα θυμῷ [[πέμπε]] δράκοντας [[ἄφαρ]] (Heyne: [[βασίλεια]] codd: [[βασιλέα]] Boeckh. i. e. [[Hera]]) (N. 1.39) ὦ λιπαρᾶς ἀοίδιμοι βασίλειαι Χάριτες Ἐρχομενοῦ (O. 14.3) ἰὴ ἰὲ βασίλειαν Ὀλυμπίων νύμφαν ἀριστόποσιν Πα. 21. 3, 11, 19, 27.
}}
}}

Revision as of 13:58, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰσίλειᾰ Medium diacritics: βασίλεια Low diacritics: βασίλεια Capitals: ΒΑΣΙΛΕΙΑ
Transliteration A: basíleia Transliteration B: basileia Transliteration C: vasileia Beta Code: basi/leia

English (LSJ)

[ῐ], ἡ, basile/a Pi.N.1.39: fem. of βασιλεύς:—

   A queen, princess, Od.4.770, A.Ag.84 (lyr.), Hdt.1.11, etc.; of goddesses, Κύπρις β. Emp.128.3, cf. Hymn.Is.I, etc.; β. θεά Ar.Pax974; β. γύναι A.Pers.623 (lyr.), E.El.988 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 436] ἡ, Königin, Fürstin, überall, von Hom. an; meist = Gattinn des Königs, z. B. Odyss. 7, 241 Arete, des Alkinoos Gattinn; Odyss. 6, 115 Nausikaa, des Alkinoos Toch, er; βασίλεια γυναικῶν Odyss. 11, 258; β. γυνή Aesch. Pers. 615; Soph. Ai. 1281; θεά Pind. Ol. 14, 3; Ar. Pax 938.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰσίλειᾰ: ἡ, βασιλέα Πίνδ.Ν.1.59· (βασιλεύς) - βασίλισσα, ἡγεμονίς,γυνὴ βασιλικῆς καταγωγῆς,Ὀδ. Δ.770, Αἰσχύλ. Ἀγ. 84,κτλ.· ὡσαύτως ἐπὶ θεαινῶν, βασίλεια θεά, ἀμφότερα ὁμοῦ, Ἀριστοφ. Εἰρ. 794· β. γύναι Αἰσχύλ. Πέρσ. 623, Εὐρ. Ἠλ. 988.Πρβλ. βασίλη,βασιλίς,βασίλισσα.

French (Bailly abrégé)

1ας (ἡ) :
reine, princesse.
Étymologie: βασιλεύς.
2plur. de βασίλειος ou de βασίλειον.

English (Autenrieth)

queen; the queen's daughter, the princess, is termed βασίλεια in Od. 6.115 ; βασίλεια γυναικῶν, ‘queen among women’ (cf. δῖα γυναικῶν), Od. 11.258.

English (Slater)

βᾰςῐλεια, -ίλεα
   1 queen ἀλλὰ θεῶν βασίλεα σπερχθεῖσα θυμῷ πέμπε δράκοντας ἄφαρ (Heyne: βασίλεια codd: βασιλέα Boeckh. i. e. Hera) (N. 1.39) ὦ λιπαρᾶς ἀοίδιμοι βασίλειαι Χάριτες Ἐρχομενοῦ (O. 14.3) ἰὴ ἰὲ βασίλειαν Ὀλυμπίων νύμφαν ἀριστόποσιν Πα. 21. 3, 11, 19, 27.

English (Slater)

βᾰςῐλεια, -ίλεα
   1 queen ἀλλὰ θεῶν βασίλεα σπερχθεῖσα θυμῷ πέμπε δράκοντας ἄφαρ (Heyne: βασίλεια codd: βασιλέα Boeckh. i. e. Hera) (N. 1.39) ὦ λιπαρᾶς ἀοίδιμοι βασίλειαι Χάριτες Ἐρχομενοῦ (O. 14.3) ἰὴ ἰὲ βασίλειαν Ὀλυμπίων νύμφαν ἀριστόποσιν Πα. 21. 3, 11, 19, 27.