ἀλέγω: Difference between revisions
Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott
(21) |
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "") |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=only pres.: [[care]], [[care]] [[for]], be concerned, τινός (acc. Il. 16.388); ἀλέγουσι κιοῦσαι, ‘are [[troubled]]’ as [[they]] go, Il. 9.504; [[usually]] w. neg., abs. κύνες [[οὐκ]] ἀλέγουσαι, [[careless]] ([[good]]-[[for]]-[[nothing]]) hussies, Od. 19.154. In Od. 6.268 equiv. to [[ἀλεγύνω]]. | |auten=only pres.: [[care]], [[care]] [[for]], be concerned, τινός (acc. Il. 16.388); ἀλέγουσι κιοῦσαι, ‘are [[troubled]]’ as [[they]] go, Il. 9.504; [[usually]] w. neg., abs. κύνες [[οὐκ]] ἀλέγουσαι, [[careless]] ([[good]]-[[for]]-[[nothing]]) hussies, Od. 19.154. In Od. 6.268 equiv. to [[ἀλεγύνω]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:13, 17 August 2017
English (LSJ)
Ep. and Lyr., once in A. (lyr.), only pres.,
A have a care, mind, heed, usu. neg.: 1 abs., οὐκ ἀ. have no care, Il.11.389, Od. 17.390; κύνες οὐκ ἀλέγουσαι Od.19.154: without neg., Λιταὶ ἀλέγουσι κιοῦσαι walk with good heed, Il.9.504. II with a case, 1 c. gen., heed, care for, οὐδ' ἀλλήλων ἀλέγουσιν Od.9.115; οὐ γὰρ Κύκλωπες Διὸς . . ἀλέγουσιν ib.275, cf. Simon.37.10; βωμῶν ἀλέγοντες οὐδέν A.Supp.752; μακάρων οὐκ ἀλέγοντα θεῶν Call.Aet.3.1.65 : without neg., ψυχῆς ἀ. ὕπερ A.R.2.634. 2 less freq. c. acc., regard, respect, θεῶν ὄπιν οὐκ ἀλέγοντες Il.16.388, Hes.Op.251; οἰωνούς A.R. 1.145: without neg., νηῶν ὅπλα . . ἀλέγουσιν take care of, Od.6.268, cf. Pi.O.11 (10).15, I.8(7).51. III count among, Λύκαισον ἐν καμοῦσιν Alcm.32, cf. Pi.O.2.78 (Pass.); ἐν ἀθανάτοις ἀ. IG14.1389 ii6. (Commonly deriv. from ἀ- copul., λέγω, count with, cf. 111.)
German (Pape)
[Seite 91] (ἀ copulat. u. λέγω) nur praes. u. impf., eigtl. hinzuzählen, ἔν τισιν ἀλέγεσθαι Pind. Ol. 2, 86, Schol. συγκαταλέγονται; gew. von Hom. an bei Dichtern: sorgsam sein, Od. 9, 115 οὐδ' ἀλλήλων ἀλέγουσιν, sie bekümmern sich nicht um einander, 9, 275 οὐ γὰρ Κύκλωπες Διὸς ἀλέγουσιν οὐδὲ θεῶν, 20, 214 οὐδέ τι παιδὸς ἐνὶ μεγάροις ἀλέγουσιν; – Iliad. 8, 483 οὐ σεῦ ἔγωγε σκυζομένης ἀλέγω; – Iliad. 16. 888 θεῶν ὄπιν οὐκ ἀλέγοντες; – absolut οὐκ ἀλέγω Iliad. 11, 389, ὅ τις οὐκ ἀλέγει Od. 1 6, 307, ἔγωγε οὐκ ἀλέγω Od. 17, 390, δμωάς, κύνας οὐκ ἀλεγούσας 19, 154; – ohne Negation Iliad. 9, 504 λιταί, αἵῥά τε καὶ μετόπισθ' ἄτης ἀλέγουσι κιοῦσαι; – Od. 6, 268 ἔνθα δὲ νηῶν ὅπλα μελαινάων ἀλέγουσιν; – Hes. O. 249; Pind. I. 7, 46 Ol. 10, 15; Aeschyl. Suppl. 733; Call. Dian. 30; Theocr. 26, 27; 15, 95 μὴ ἀπομάξῃς; Apoll. Rh. 2, 634 ὑπέρ τινος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλέγω: Ἐπ. ῥῆμα ἐν χρήσει μόνον παρὰ Πινδάρῳ καὶ ἅπαξ παρ’ Αἰσχύλ. (λυρ.): μόνον κατ’ ἐνεστῶτα, ἀπασχολοῦμαι, μεριμνῶ, φροντίζω, ἐπιμελοῦμαι, μάλιστα μετ’ ἀρνήσ. 1) ἀπολ., οὐκ ἀλ., δέν μοι μέλει, δὲν φροντίζω, Λατ. megligo, Ἰλ. Λ. 389, Ὀδ. Ρ. 390· κύνες οὐκ ἀλέγουσαι, ἀφρόντιδες, ἀναιδεῖς, αὐθάδεις, Ὀδ. Τ. 154, ἀλλ’ ἄνευ ἀρνήσ., Λιταί ... ἀλέγουσι κιοῦσαι, περιπατοῦσι μετὰ πολλῆς προσοχῆς, Ἰλ. Ι. 504. ΙΙ. μετὰ πτώσεως, 1) μ. γεν., φροντίζω περί τινος, οὐδ’ ἀλλήλων ἀλέγουσιν, Ὀδ. Ι. 115· οὐ γὰρ Κύκλωπες Διὸς ... ἀλέγουσιν, αὐτόθι 275, πρβλ. Σιμων. 37. 10· βωμῶν ἀλέγοντες οὐδέν, Αἰσχύλ. Ἱκ. 752· ἄνευ ἀρνήσ., ψυχῆς ἀλ. ὕπερ, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 634· πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 6280. 65. 2) σπαν. μ. αἰτ., προσέχω, ἐκτιμῶ, σέβομαι, θεῶν ὄπιν οὐκ ἀλέγοντες, Ἰλ. Π. 388, Ἡσ. Ἔργα καὶ Ἡμ. 251. - ἄνευ ἀρνήσ., νηῶν ὅπλα ... ἀλέγουσιν, λαμβάνουσι φροντίδα, φροντίζουσι περί, Ὀδ. Ζ. 268· πρβλ. Πινδ. Ο. 11 (10). 15, Ι. 8 (7). 103. ΙΙΙ. Παθ. ἀλέγεσθαι ἔν τισι, καταριθμεῖσθαι μεταξύ, Πινδ. Ο. 2. 142. (κοινῶς παράγεται ἐκ τοῦ α ἀθροιστ., λέγω = συναριθμῶ· καὶ ὁ Πίνδαρ. ἐν τοῖς τελευταίοις χωρίοις φαίνεται ὅτι ἔχει λάβῃ τὴν λέξιν ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας, ἐντεῦθεν ἀλεγίζω, ἀλεγύνω: ἡ σχέσις πρὸς τὸ ἀλεγεινὸς καὶ ἀλγεινὸς εἶναι πλέον ἢ ἀμφίβολος)
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
s’inquiéter, se préoccuper, prendre soin de, gén., rar. acc. ; οὐκ ἀ. OD être indifférent.
Étymologie: ἀ- prosth., λέγω³.
English (Autenrieth)
only pres.: care, care for, be concerned, τινός (acc. Il. 16.388); ἀλέγουσι κιοῦσαι, ‘are troubled’ as they go, Il. 9.504; usually w. neg., abs. κύνες οὐκ ἀλέγουσαι, careless (good-for-nothing) hussies, Od. 19.154. In Od. 6.268 equiv. to ἀλεγύνω.