μέλημα: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
m (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")
(SL_2)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> objet de soin, de sollicitude;<br /><b>2</b> <i>en parl. de pers.</i> être cher, cause de sollicitude ; charge, devoir, soin, sollicitude, souci.<br />'''Étymologie:''' [[μέλει]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> objet de soin, de sollicitude;<br /><b>2</b> <i>en parl. de pers.</i> être cher, cause de sollicitude ; charge, devoir, soin, sollicitude, souci.<br />'''Étymologie:''' [[μέλει]].
}}
{{Slater
|sltr=[[μέλημα]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>a</b> [[care]] γλυκύ τι κλεπτόμενον [[μέλημα]] Κύπριδος. fr. 217.<br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>b</b> [[object]] of [[care]] ; of [[people]], [[darling]] τὸν Ἱπποκλέαν [[ἔτι]] καὶ [[μᾶλλον]] σὺν ἀοιδαῖς [[ἕκατι]] στεφάνων θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις, νέαισίν τε παρθένοισι [[μέλημα]] (P. 10.59) σεμνᾶν Χαρίτων [[μέλημα]] τερπνόν (sc. [[Πάν]]) fr. 95. 4.
}}
}}

Revision as of 14:41, 17 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέλημα Medium diacritics: μέλημα Low diacritics: μέλημα Capitals: ΜΕΛΗΜΑ
Transliteration A: mélēma Transliteration B: melēma Transliteration C: melima Beta Code: me/lhma

English (LSJ)

ατος, τό, (μέλω)

   A object of care, beloved object, darling, of persons, μ. τὦμον Sapph. 126, cf. Ar. Ec.972 (lyr.), Men. Pk.214; νέαισιν παρθένοισι μ. Pi. P.10.59; Χαρίτων μ. Id.Fr.95; Κύπριδος ib.217; ὦ φίλτατον μ. δώμασιν A. Ch.235; ὦ γραῦ, τῷ θανάτῳ μ. Ar. Ec.905 (lyr.).    II charge, duty, A. Ag.1551 (anap.); μέλον πάλαι μ. μοι S. Ph.150 (lyr.).    2 care, anxiety, A. Eu.444, Theoc.14.2, etc.

German (Pape)

[Seite 122] τό, das, wofür man Sorge trägt, Gegenstand der Fürsorge u. Pflege, νέαις μέλημα παρθένοισι, der geliebte Gegenstand, Pind. P. 10, 59, wie μέλημα κλεπτόμενον Κύπριδος, frg. 237; so Aesch. ὦ φίλτατον μέλημα δώμασιν πατρός, Ch. 233, wie bei Ar. ein Jüngling die Geliebte nennt ὦ χρυσοδαίδαλτον ἐμὸν μέλημα, Eccl. 972, u. komisch ein altes Weib τῷ θανάτῳ μέλημα heißt, ib. 994; πάλαι μέλημά μοι λέγεις, τὸ σὸν φρουρεῖν ὄμμα, Soph. Phil. 150, was mir schon lange ein Gegenstand der Sorge war. – Die Sorge, τῶν σῶν ἐπῶν μέλημ' ἀφαιρήσω μέγα, Aesch. Eum. 422, vgl. Ag. 1530; τί δέ σοι τὸ μέλημα, Theocr. 14, 2; Anacr. oft, u. a. sp. D.; auch in Prosa, Luc. Rhet. praec. 14.

Greek (Liddell-Scott)

μέλημα: τό, (μέλω) τὸ περὶ οὗ φροντίζει τις καὶ ὃ φιλεῖ, τὸ ἀγαπητὸν καὶ πεφιλημένον πρόσωπονπρᾶγμα, ἐπὶ προσώπων, τοὐμὸν μέλ., ὡς τὸ τοῦ Οὐεργιλίου, mea cura, Σαπφὼ 105· νέαις μ. παρθένοις Πινδ. Π. 10. 93· Χαρίτων μ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 63· Κύπριδος αὐτόθι 237· ὦ φίλτατον μ. δώμασιν Αἰσχύλ. Χο. 235· ὦ γραῦ, τῷ θανάτῳ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 905, πρβλ. 972. ΙΙΙ. χρέος, καθῆκον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1549· μέλον πάλαι μέλημά μοι λέγεις Σοφ. Φιλ. 150. 2) φροντίς, μέριμνα, ἀνησυχία, Αἰσχύλ. Εὐμ. 444, Θεόκρ. 14, 2, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 objet de soin, de sollicitude;
2 en parl. de pers. être cher, cause de sollicitude ; charge, devoir, soin, sollicitude, souci.
Étymologie: μέλει.

English (Slater)

μέλημα
   a care γλυκύ τι κλεπτόμενον μέλημα Κύπριδος. fr. 217.
   b object of care ; of people, darling τὸν Ἱπποκλέαν ἔτι καὶ μᾶλλον σὺν ἀοιδαῖς ἕκατι στεφάνων θαητὸν ἐν ἅλιξι θησέμεν ἐν καὶ παλαιτέροις, νέαισίν τε παρθένοισι μέλημα (P. 10.59) σεμνᾶν Χαρίτων μέλημα τερπνόν (sc. Πάν) fr. 95. 4.