ἄκος: Difference between revisions
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
(SL_1) |
(big3_2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>ᾰκος</b> <br /> <b>1</b> [[remedy]] met. καματωδέων δὲ πλαγᾶν [[ἄκος]] ὑγιηρὸν ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ τὸ καλλίνικον φέρει (N. 3.18) [[εἰ καί]] τι Διωνύσου [[ἄρουρα]] φέρει βιόδωρον ἀμαχανίας [[ἄκος]] i. e. [[wine]] (Pae. 4.26) | |sltr=<b>ᾰκος</b> <br /> <b>1</b> [[remedy]] met. καματωδέων δὲ πλαγᾶν [[ἄκος]] ὑγιηρὸν ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ τὸ καλλίνικον φέρει (N. 3.18) [[εἰ καί]] τι Διωνύσου [[ἄρουρα]] φέρει βιόδωρον ἀμαχανίας [[ἄκος]] i. e. [[wine]] (Pae. 4.26) | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-εος, τό<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">1</b> [[remedio]], [[solución]], [[alivio]] como obj. de los verbos εὑρεῖν <i>Il</i>.9.250, ἐξευρεῖν Hdt.4.187, δίζησθαι Hdt.1.94, λαβεῖν E.<i>Ba</i>.327, ἐκπονεῖν A.<i>Supp</i>.367, [[ἄκος]] τινι ποιεῖσθαι poner remedio a algo</i> Pl.<i>Lg</i>.910a<br /><b class="num">•</b>esp. como ac. int. en la locución ἄ. τέμνειν, ἐντέμνειν (fig. sobre el corte de hierbas medicinales) [[procurar un remedio]] A.<i>A</i>.17, E.<i>Andr</i>.121, de ahí [[ἄκος]] τομαῖον A.<i>Ch</i>.539<br /><b class="num">•</b>c. gen. ἄ. κακῶν <i>Od</i>.22.481, cf. A.<i>Pers</i>.631, E.<i>Alc</i>.135, πόνων E.<i>Andr</i>.121, θανάτοιο <i>h.Ap</i>.193, πλαγᾶν Pi.<i>N</i>.3.18, c. inf. ἄ. γὰρ οὐδὲν τόνδε θρηνεῖσθαι A.<i>Pr</i>.43<br /><b class="num">•</b>fig. del alma, Heraclit.B 68<br /><b class="num">•</b>en sent. médico [[remedio ref. tanto a dieta como a medicamentos]], Hp.<i>Acut</i>.2, cf. <i>Hum</i>.1.<br /><b class="num">2</b> [[medio]] c. gen. σωτηρίας E.<i>Hel</i>.1055, ἄκη σωτήρια Ph.1.628. • DMic.: <i>a-ke-a2</i> (??).<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De *<i>i̯eH2k</i>-/*<i>iH2k</i>-, cf. airl. <i>hīcc</i> ‘salud’, galés <i>īach</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 21 August 2017
English (LSJ)
εος, τό, (ἀκέομαι)
A cure, remedy, c. gen. rei, κακῶν Od.22.481, etc.; νυμφικῶν ἑδωλίων A.Ch.71; κύβους . . τερπνὸν ἀργίας ἄ. S.Fr. 479.4; κακὸν κακῷ διδοὺς ἄ. Id.Aj.363: abs., ἄ. εὑρεῖν Il.9.250; δίζησθαι, ἐξευρεῖν, ἐκπονεῖν, λαβεῖν, Hdt.1.94, 4.187, A.Supp.367, E.Ba. 327; ἄκη ποιεῖσθαι, c. dat., Pl.Lg.910a: in medical sense, Hp.Acut.1; by a medical metaph., ἄ. ἐντέμνειν, τέμνειν, A.Ag.17, E.Andr.121; ἄ. τομαῖον A.Ch.539: ἄ. [ἔστι], c. inf., ἄ. γὰρ οὐδὲν τόνδε θρηνεῖσθαι it boots not to... Id.Pr.43. 2 means of obtaining a thing, c. gen., σωτηρίας E.Hel.1055.
German (Pape)
[Seite 78] τό, Heilmittel, Hom. zweimal, Od. 22, 481 οἶσε θέειον, κακῶν ἄκος, Iliad. 9, 250 οὐδέ τι μῆχος ῥεχθέντος κακοῦ ἔστ' ἄκος εὑρεῖν; – oft sobei Trag.; aber Eur. Hel. 1061 σωτηρίας, zur Rettung; ἄκος τοῦ μὴ γίγνεσθαι ἢ τοῦ γίγνεσθαι ἧττον Arist. Pol. 5, 5; ἄκος γὰρ οὐδὲν τόνδε θρηνεῖσθαι, es nützt nichts, Aesch. Pr. 43; ἄκος δοῦναιπόνων Babr. 94. 4; Her. 4, 187; Medic.; Plat. Legg. X, 910 a ἄκος ποιεῖσθαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἄκος: -εος, τό, (ἀκέομαι) = θεραπεία, ἴασις, ἀνακούφισις, καταφυγή, μ. γεν. πράγματος, τὸ ὁποῖον ἀποφεύγει τις: κακῶν, Ὀδ. Χ. 481· πρβλ. Ἰλ. Ι. 250, κτλ.· νυμφικῶν ἑδωλίων, Αἰσχύλ. Χο. 71· κύβους... τερπνὸν ἀργίας ἄκος, Σοφ. Ἀποσπ. 380· κακὸν κακῷ διδοὺύς ἄκος, ὁ αὐτ. Αἴ. 363: - ἀπολ. ἄκος εὑρεῖν, Ἰλ. Ι. 250· δίζησθαι, ἐξευρεῖν, ἐκπονεῖν, λαβεῖν, ποιεῖσθαι, Ἡρόδ. 1. 94., 4. 187., Αἰσχυλ. Ἰκ. 367, Εὐρ. Βάκχ. 327, Πλατ., κτλ.: - ἐν κυριολεκτικῇ ἰατρικῇ σημασία, Ἱππ. Ὀξ. 383 καὶ (κατὰ ἰατρικήν μεταφοράν), ἄκος ἐντέμνειν, τέμνειν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 17 (πρβλ. Χο. 539), Εὐρ. Ἀνδρ. 121: - ἄκος [ἐστί] μετ’ ἀπαρεμ., ἄκος γὰρ οὐδὲν τόνδε θρηνεῖσθαι, ἀνωφελὲς εἶναι νὰ... Αἰσχυλ. Πρ. 43. 2) μέσον δι’ οὗ λαμβάνει τίς τι· μ. γεν. τοῦ ἐπιζητουμένου πράγματος, σωτηρίας, Εὐρ. Ἑλ. 1055.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
remède ; κακῶν OD contre des maux ; ἄκος οὐδέν avec un inf. ESCHL il ne sert de rien de, litt. cela ne remédie à rien de.
Étymologie: apparenté avec ἦκα et ἀκέω, ἀκέομαι.
English (Autenrieth)
English (Slater)
ᾰκος
1 remedy met. καματωδέων δὲ πλαγᾶν ἄκος ὑγιηρὸν ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ τὸ καλλίνικον φέρει (N. 3.18) εἰ καί τι Διωνύσου ἄρουρα φέρει βιόδωρον ἀμαχανίας ἄκος i. e. wine (Pae. 4.26)
Spanish (DGE)
-εος, τό
• Prosodia: [ᾰ-]
1 remedio, solución, alivio como obj. de los verbos εὑρεῖν Il.9.250, ἐξευρεῖν Hdt.4.187, δίζησθαι Hdt.1.94, λαβεῖν E.Ba.327, ἐκπονεῖν A.Supp.367, ἄκος τινι ποιεῖσθαι poner remedio a algo Pl.Lg.910a
•esp. como ac. int. en la locución ἄ. τέμνειν, ἐντέμνειν (fig. sobre el corte de hierbas medicinales) procurar un remedio A.A.17, E.Andr.121, de ahí ἄκος τομαῖον A.Ch.539
•c. gen. ἄ. κακῶν Od.22.481, cf. A.Pers.631, E.Alc.135, πόνων E.Andr.121, θανάτοιο h.Ap.193, πλαγᾶν Pi.N.3.18, c. inf. ἄ. γὰρ οὐδὲν τόνδε θρηνεῖσθαι A.Pr.43
•fig. del alma, Heraclit.B 68
•en sent. médico remedio ref. tanto a dieta como a medicamentos, Hp.Acut.2, cf. Hum.1.
2 medio c. gen. σωτηρίας E.Hel.1055, ἄκη σωτήρια Ph.1.628. • DMic.: a-ke-a2 (??).
• Etimología: De *i̯eH2k-/*iH2k-, cf. airl. hīcc ‘salud’, galés īach.