γλήνη: Difference between revisions
ταράσσει τοὺς ἀνθρώπους οὐ τὰ πράγματα, ἀλλὰ τὰ περὶ τῶν πραγμάτων δόγματα → what disturbs people is not what happens, but their view of what happens | it is not the things themselves that disturb men, but their judgements about these things
(Autenrieth) |
(big3_10) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[pupil]] of the [[eye]], Od. 9.390; as [[term]] of [[reproach]], κακὴ [[γλήνη]], ‘[[doll]],’ ‘[[girl]],’ [[coward]], Il. 8.164. | |auten=[[pupil]] of the [[eye]], Od. 9.390; as [[term]] of [[reproach]], κακὴ [[γλήνη]], ‘[[doll]],’ ‘[[girl]],’ [[coward]], Il. 8.164. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ης, ἡ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. γλήνα Cerc.4.20<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[globo ocular]], [[ojo]] τὸν ... ὑπ' ὀφρύος οὖτα ..., ἐκ δ' ὦσε γλήνην hirió a éste bajo la ceja ..., y le sacó el ojo</i>, <i>Il</i>.14.494, βλέφαρ' ... καὶ ὀφρύας εὖσεν ἀϋτμὴ γλήνης καιομένης <i>Od</i>.9.390, γλῆναι γένει' ἔτεγγον S.<i>OT</i> 1277, κενεαὶ ... γλῆναι de Fineo, A.R.2.255, Φαέθων μονάδι γλήνᾳ παραυγεῖ Cerc.l.c., αἱ κόραι μελάνταται, ... αἱ γλῆναι λευκόταται Aristaenet.1.1.15, cf. A.R.4.1093, Q.S.3.156, 8.319, 12.403<br /><b class="num">•</b>fig. ὀξέη γ. vista aguda</i> Babr.77.4.<br /><b class="num">2</b> [[niña]] o [[pupila]] ocular, o bien [[imagen]] reflejada en la misma, de donde despect. [[niña]] o [[muñeca]] en la expresión ἔρρε, κακὴ γ. <i>Il</i>.8.164, γλήνην τὸ [[εἴδωλον]] τὸ ἐν τῇ ὄψει φαινόμενον καλοῦσιν Ruf.<i>Onom</i>.24, cf. Orph.<i>L</i>.673, Poll.2.70, Hsch.<br /><b class="num">II</b> anat. [[cavidad]] en que encaja un hueso, no tan profunda como la llamada κοτύλη Gal.2.736.<br /><b class="num">III</b> <b class="num">1</b>[[panal de abejas]] Hsch., Eust.1344.54, <i>AB</i> 233.5, <i>EM</i> 234.13G.<br /><b class="num">2</b> v. [[γλίνη]].<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De la r. *<i>gelH<sup>u̯</sup>3</i>- ‘brillar’ en grado ø/P y <i>ē</i> analóg., que c. otros grados vocálicos ha dado [[γέλως]], [[γέλας]], arm. <i>gału</i>, etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:22, 21 August 2017
English (LSJ)
ἡ,
A eyeball, Il.14.494, Od.9.390; τὸ εἴδωλον τὸ ἐν τῇ ὄψει, Ruf. Onom.24, cf. Poll.2.70; poet. eye, S.OT1277; Φαέθων μονάδι γλήνᾳ παραυγεῖ Cerc.4.18. II ἔρρε, κακὴ γ. Il.8.164, perh. doll, plaything (since figures are reflected small in the pupil, cf. κόρη). III socket of a joint, distd. from κοτύλη as being not so deep, Gal.2.736. IV honeycomb, AB233, Hsch. V = γλίνη (q. v.), Hdn. Gr.1.330.
Greek (Liddell-Scott)
γλήνη: ἡ, ἡ κόρη τοῦ ὀφθαλμοῦ, αὐτὸς ὁ ὀφθαλμός, Ἰλ. Ξ. 494, Ὀδ. Ι. 390, Σοφ. Ο. Τ. 1277·- καί, ΙΙ. ἐπειδὴ αἱ εἰκόνες τῶν ἀντικειμένων σχηματίζονται μικραὶ ἐπὶ τῆς κόρης τοῦ ὀφθαλμοῦ, κατήντησε νὰ σημαίνῃ πᾶν μικρὸν εἴδωλον ἑτέρου μεγάλου πράγματος, πλαγγών, «κοῦκλα», ὡς τὸ κόρη, Λατ. pupilla, pupula· ἐπίπληξις ἢ ὕβρις παρ’ Ὁμ.· ἔρρε, κακὴ γλήνη, κρημνίσου, δειλὴ κόρη, Ἰλ. Θ. 164. ΙΙΙ. ἡ ἔν τινι ὀστῷ κοιλότης ἡ ὑποδεχομένη τὴν κεφαλὴν ἑτέρου ὀστοῦ, διακρίνεται δὲ τῆς κοτύλης ἐκ τοῦ ὅτι δὲν εἶναι τόσον βαθεῖα, Γαλην. IV. κηρήθρα, Α.Β.223, Ἡσύχ. V= γλίνη (ὃ ἴδε), Σουΐδ., κτλ. (Ἡ ῥίζα εἶναι ἄδηλος· ὁ Κούρτιος κλίνει νὰ θεωρήσῃ αὐτὴν ὡς τὴν αὐτὴν πρὸς τὴν ῥίζαν τοῦ γελάω, κτλ.).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 prunelle de l’œil, pupille;
2 à cause du rapetissement des objets réfléchis dans la pupille figurine, poupée ; ironiq. ἔρρε κακὴ γλήνη IL sauve-toi, poltronne petite fille !.
Étymologie: R. Γαλ > Γλη, briller ; cf. γελάω.
English (Autenrieth)
pupil of the eye, Od. 9.390; as term of reproach, κακὴ γλήνη, ‘doll,’ ‘girl,’ coward, Il. 8.164.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): dór. γλήνα Cerc.4.20
I 1globo ocular, ojo τὸν ... ὑπ' ὀφρύος οὖτα ..., ἐκ δ' ὦσε γλήνην hirió a éste bajo la ceja ..., y le sacó el ojo, Il.14.494, βλέφαρ' ... καὶ ὀφρύας εὖσεν ἀϋτμὴ γλήνης καιομένης Od.9.390, γλῆναι γένει' ἔτεγγον S.OT 1277, κενεαὶ ... γλῆναι de Fineo, A.R.2.255, Φαέθων μονάδι γλήνᾳ παραυγεῖ Cerc.l.c., αἱ κόραι μελάνταται, ... αἱ γλῆναι λευκόταται Aristaenet.1.1.15, cf. A.R.4.1093, Q.S.3.156, 8.319, 12.403
•fig. ὀξέη γ. vista aguda Babr.77.4.
2 niña o pupila ocular, o bien imagen reflejada en la misma, de donde despect. niña o muñeca en la expresión ἔρρε, κακὴ γ. Il.8.164, γλήνην τὸ εἴδωλον τὸ ἐν τῇ ὄψει φαινόμενον καλοῦσιν Ruf.Onom.24, cf. Orph.L.673, Poll.2.70, Hsch.
II anat. cavidad en que encaja un hueso, no tan profunda como la llamada κοτύλη Gal.2.736.
III 1panal de abejas Hsch., Eust.1344.54, AB 233.5, EM 234.13G.
2 v. γλίνη.
• Etimología: De la r. *gelHu̯3- ‘brillar’ en grado ø/P y ē analóg., que c. otros grados vocálicos ha dado γέλως, γέλας, arm. gału, etc.