ψῆγμα
ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me
English (LSJ)
ατος, τό, (ψήχω)
A that which is rubbed or scraped off, shavings, scrapings, chips, ψ. χρυσοῦ gold-dust, Hdt.4.195; so without χρυσοῦ, Id.1.93, 3.94 sq.; ψ. χρυσότευκτον Eub.20; ψ. ἀργυρᾶ Inscr.Délos 442B89 (ii B.C.); πυρωθὲν ψ., of dust and ashes, A.Ag.442 (lyr.); of wood, τὰ τῶν αἰγείρων ψ. Philostr.Im.1.11; ἥλων ψ., = χαλκοῦ ἄνθος, Dsc.5.77; μὴ διαλύεσθαι μέχρι ἐλαχίστου ψήγματος (of gum) Id.3.22; of motes in a sunbeam, Arist.Cael.313a20, cf. 304a21, Plu.2.722a, and v. τίλα 11.
German (Pape)
[Seite 1396] τό, das Abgeriebene, Abgeschabte, das Schabsel; – übh. was klein gerieben ist, kleines Theilchen, σποδοῦ, Stäubchen, Asche, Aesch. Ag. 430; Körnchen, χρυσοῦ, Goldstaub, Goldsand, Her. 4, 195; Plut. Demetr. 4 u. A.; auch ohne den Zusatz, Her. 1, 93. 3, 94. 95. 98 u. sonst; ψῆγμα ἄπυρον χρυσοῖο Antiphil. 21 (IX, 310).
Greek (Liddell-Scott)
ψῆγμα: (ψήχω) τὸ ἀποκοπὲν ἢ ἐκπεσὸν ἔκ τινος σώματος διὰ τριβῆς ἢ ξέσεως, ἀπόξεσμα, μικρὸν τεμάχιον, μόριον, ῥίνημα, Λατ. ramentum, ψ. χρυσοῦ, κόνις χρυσοῦ, Ἡρόδ. 4. 195· οὕτω καὶ ἄνευ τοῦ χρυσοῦ, ὁ αὐτ. 1. 93., 3. 94 κἑξ.· ψ. χρυσότευκτον Εὔβουλος ἐν «Γλαύκῳ» 2 ψ. πυρωθέν, ἐπὶ κόνεως καὶ τέφρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 442· ἐπὶ ξύλου, αἰγείρων ψ. Φιλόστρ. 781· ἐπὶ τοῦ ἐν ἡλίακῇ ἀκτῖνι φαινομένου κονιορτοῦ, Ἀριστ. π. Οὐραν. 4. 6, 1, πρβλ. 3. 5, 7, Πλούτ. 2. 722Α, καὶ ἴδε τίλαι.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
rognure, raclure : ψῆγμα ou ψήγματα χρυσοῦ, ou simpl. ψήγματα, paillette ou poussière d’or, sable d’or.
Étymologie: ψήχω.
Greek Monolingual
το / ψῆγμα, -ήγματος, ΝΜΑ ψήχω
μικρό κομμάτι μετάλλου ή άλλου υλικού που προήλθε από απόξεση ή τριβή, τρίμμα, ρίνισμα, κόκκος (α. «ψήγματα σιδήρου» β. «ἐκ τῆς ἰλύος ψῆγμα ἀναφέρουσι χρυσοῡ», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. (μεταλλ.) μικρή, συνήθως, άμορφη μάζα μετάλλου, διαβρωμένη από το νερό («ψήγμα χρυσού»)
2. μτφ. μικρό κομμάτι, δείγμα («ψήγματα αλήθειας»)
αρχ.
1. μικρό κομμάτι ξύλου
2. κόκκος σκόνης.
Greek Monotonic
ψῆγμα: -ατος, τό (ψήχω), αυτό που τρίβεται ή τεμαχίζεται, ξύσμα, κομμάτι, μόριο, ρίνισμα, Λατ. ramentum, ψῆγμα (με ή χωρίς τη γεν. χρυσοῦ), χρυσόσκονη, σε Ηρόδ.· ψῆγμα πυρωθέν, δηλ. σκόνη και στάχτη, σε Αισχύλ.