ένταση

Revision as of 12:20, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM ἔντασις)
1. τέντωμα, διάταση («η ένταση της χορδής»)
2. αύξηση, επίταση «πυρετού έντασις» — η άνοδος του πυρετού)
νεοελλ.
1. το μέτρο του μεγέθους ή της αποτελεσματικότητας του ήχου, του φωτός, της ακτινοβολίας κ.λπ.
2. φρ.
α) «ένταση ήχου» — η ιδιότητα με την οποία διακρίνουμε τον ήχο σε ισχυρό ή ασθενή
β) «ένταση μουσικού φθόγγου, κομματιού κ.λπ.» — ο βαθμός της ισχύος κατά την εκτέλεση, ο οποίος καθορίζεται διεθνώς με ιταλικούς τεχνικούς όρους
γ. «ένταση αισθήματος» — ο βαθμός της ζωηρότητας με την οποία γίνεται αντιληπτός κάποιος εξωτερικός ερεθισμός
δ) «ένταση σχέσεων» — δυσάρεστη εξέλιξη σχέσεων η οποία μπορεί να οδηγήσει σε ρήξη
ε) «ένταση τών κιόνων» — η ελαφρά κύρτωση τών δωρικών κιόνων η οποία αρχίζει από τη βάση και φθάνει στο μέγιστο σημείο λίγο κάτω από τη μέση
αρχ.
1. (γεωμ.) εγγραφή («περὶ τῆς ἐντάσεως τοῦ τριγώνου εἰς τὸν κύκλον»)
2. φρ. «ἔντασις προσώπου» — σοβαρότητα.