ἐπιτωθάζω
εἰ πάλιν ἔστι γενέσθαι, ὕπνος σ' ἔ̣χει οὐκ ἐπὶ δηρόν, εἰ δ' οὐκ ἔστιν πάλιν ἐλθεῖν, αἰώ̣νιος ὕπνος → if it is possible for you to be born again, you will fall asleep, briefly; if it is not possible to return — it would be eternal sleep
English (LSJ)
A mock, jest, Pl.Ax.364c, Hp.Ep.17 ; mock at, jeer, τινα, τινι, App.BC2.67, 5.125, cf. Hieronym.Hist.7 ; τοῖς γινομένοις Men. Rh.p.420S.
German (Pape)
[Seite 998] verspotten, verlachen; πρᾴως Plat. Ax. 364 c; häufiger bei Sp.; τὸ γεγονός Ath. XIII, 604 c; αὐτὸν ἐς φιλαρχίαν, wegen, App. B. C. 2, 67; – auch τινί, worüber, ib. 5. 125.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτωθάζω: μέλλ. -άσω, ἐπισκώπτω, ἀστειεύομαι, Πλάτ. Ἀξίοχ. 364C· ἐμπαίζω, περιγελῶ, τινὰ καὶ τινὶ Ἀππ. Ἐμφύλ. 2. 67., 5. 125˙ τὸ γεγονὸς Ἀθήν. 604 Ε, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
se moquer de, railler.
Étymologie: ἐπί, τωθάζω.
Greek Monolingual
ἐπιτωθάζω (Α)
1. αστειεύομαι, σκώπτω, χαριεντίζομαι («τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον καὶ [[[πράως]]] ἐπιτωθάζων», Πλάτ.)
2. περιγελώ, χλευάζω, περιπαίζω («ἐπιτωθάζων τὸ γεγονός», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τωθάζω «κοροϊδεύω»].
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτωθάζω: насмехаться или посмеиваться Plat.