ἄλπνιστος

From LSJ
Revision as of 08:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄλπνιστος Medium diacritics: ἄλπνιστος Low diacritics: άλπνιστος Capitals: ΑΛΠΝΙΣΤΟΣ
Transliteration A: álpnistos Transliteration B: alpnistos Transliteration C: alpnistos Beta Code: a)/lpnistos

English (LSJ)

η, ον, Sup. of ἄλπνος (only in compd. ἔπαλπνος, q.v.),

   A sweetest, loveliest, Pi.I.5(4).12; cf. ἀλπαλέον (cod. -αῖον) · ἀγαπητόν, Hsch. (Cf. ἔλπω (ϝέλπω), Lat. volup.)

German (Pape)

[Seite 109] superl. von ἄλπνος (das nur in der Zusammensetzung ἔπαλπνος vorkommt), ζωᾶς ἄωτον Pind. I. 4, 14, süß, lieblich (die Ableitung ist zw., gew. von ἔλπω, ἀλφεῖν, θάλπω).

Greek (Liddell-Scott)

ἄλπνιστος: -η, -ον, ὑπερθ. τοῦ ἄλπνος, (ἀπαντῶν μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ ἔπαλπνος, ὃ ἴδε) = ἥδιστος, γλυκύτατος, φίλτατος, Πινδ. Ι. 5. 14: Ὁ Ἡσύχ. ἀναφέρει ἀλπαλέον, (χειρόγρ. -αῖον), ἀγαπητόν· ἐκ τοῦ ἔλπω (Fέλπω) Λατ. volup.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
très doux.
Étymologie: Sp. d’un adj. inusité ; cf. ἔπαλπνος, ἔλπω.

English (Slater)

ἄλπνιστος
   1 sweetest (v. Wackernagel, Kl. Schr. 831) δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον (Σγρ.: ἀνέλπιστον codd. et lex.: ἄλπιστον Calliergus: τὸν ἥδιστον καὶ προσηνέστατον. Σ.) (I. 5.12)

Spanish (DGE)

-η, -ον
sup. agradabilísimo, sublime ζωᾶς ἄωτον ... τὸν ἄλπνιστον Pi.I.5.12.

• Etimología: De Ϝαλπ-, grado ø de *Ϝελπ-, cf. ἔλπω, ἐλπίς, q.u.

Greek Monolingual

ἄλπνιστος, -η, -ον (Α) (υπερθ. του επιθ. ἄλπνος που απαντά μόνο ως σύνθετο, πρβλ. ἔπαλ-πνος)
γλυκύτατος, φίλτατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ἄλπνιστος (σύμφωνα με άλλη άποψη ἄλπιστος, χωρίς το πρόσφυμα -ν-) συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα αλπ- < Fαλπ, συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας Fελπ- (πρβλ. ἔλπομαι, ἐλπίς)].

Russian (Dvoretsky)

ἄλπνιστος: нежнейший (ζωᾶς ἄωτος Pind.).