ἀποκαπύω

From LSJ
Revision as of 21:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποκᾰπύω Medium diacritics: ἀποκαπύω Low diacritics: αποκαπύω Capitals: ΑΠΟΚΑΠΥΩ
Transliteration A: apokapýō Transliteration B: apokapyō Transliteration C: apokapyo Beta Code: a)pokapu/w

English (LSJ)

(v. καπνός)

   A breathe away, aor. 1 in tmesi, ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσεν she gasped forth her life, Il.22.467, cf. Q.S.6.523.

German (Pape)

[Seite 305] aushauchen, in tmesi, ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσεν Iliad. 22, 467.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκαπύω: (ἴδε ἐν λ. καπνός), ἐκπνέω, ἀποπνέω, ἀόρ. α΄ ἐν τμήσει, ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσεν, ἀπέπνευσε τὴν ἑαυτῆς ζωήν, ἐλιποθύμησε (δὲν ἀπέθανε), περὶ τῆς Ἀνδρομάχης. Ἰλ. Χ. 467· ψυχὴν οὔτι κάπυσσεν Κ. Σμ. 6. 523.

French (Bailly abrégé)

exhaler.
Étymologie: ἀπό, καπύω.

Spanish (DGE)

(ἀποκᾰπύω) exhalar ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσε Il.22.467.

Greek Monolingual

ἀποκαπύω (Α)
εκπνέω («ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσεν» — έχασε την πνοή της, λιποθύμησε, Όμηρος).
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + καπύω «εκπνέω»].

Greek Monotonic

ἀποκᾰπύω: εκπνέω, βγάζω την ανάσα από το στήθος μου, αποπνέω· ἀπὸ δὲ ψυχὴν ἐκάπυσσεν (Επικ. αόρ. αʹ με τμήση), απέπνευσε την ζωή της, δηλ. λιποθύμησε (δεν πέθανε), λέγεται για την Ανδρομάχη, σε Ομήρ. Ιλ.