ἄρρατος

From LSJ
Revision as of 21:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄρρᾱτος Medium diacritics: ἄρρατος Low diacritics: άρρατος Capitals: ΑΡΡΑΤΟΣ
Transliteration A: árratos Transliteration B: arratos Transliteration C: arratos Beta Code: a)/rratos

English (LSJ)

ον,

   A = σκληρός, ἀμετάστροφος, Pl.Cra.407d; ἄ. καὶ μνήμων Id.R.535c; θάρσος prob. l. in Id.Ax.365a; ἀνέρος ἀρράτοιο Euph. 24.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on ne peut briser, solide.
Étymologie: ἀ, ῥαίω.

Spanish (DGE)

(ἄρρᾱτος) -ον
irrompible, inquebrantable de hombres o cualidades varoniles κατὰ τὸ σκληρόν τε καὶ ἀμετάστροφον, ὃ δὴ «ἄρρατον» καλεῖται Pl.Cra.407d, μνήμων δὴ καὶ ἄ. Pl.R.535c, θάρσος Pl.Ax.365a, ἀνέρος ἀρράτοιο Euph.32.

• Etimología: Etim. dud. Quizá de la raíz *u̯er-t- ‘volver’, lat. uertō, etc.

Greek Monolingual

ἄρρατος, -ον (Α)
ο σκληρός, ο άκαμπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβ. ετυμολ. < α-Fρᾰτ-ος. Ο τ. ανάγεται πιθ. σε IE. ρίζα wert- «στρέφω, γυρίζω» και συνδέεται με το λατ. vertō «στρέφω» (πρβλ. δωρ. ρτάνᾱν «κουτάλι»)].

Greek Monotonic

ἄρρατος: -ον (ῥαίω), γερός, σκληρός, στερεός, σε Πλάτ.