γυναίκα

From LSJ
Revision as of 15:15, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

γλῶσσα πολλῶν ἐστιν αἰτία κακῶν → Malis initium lingua permultis dedit → Die Zunge ist vielfachen Leides Ursache

Menander, Monostichoi, 220

Greek Monolingual

η (AM γυνή, Μ και γυναίκα)
1. το θηλυκό φύλο του ανθρώπου
2. αυτή που έχει ήδη αναπτυχθεί σωματικά μετά την εφηβεία
3. σύζυγος
4. ερωμένη, παλλακίδα
5. υπηρέτρια
νεοελλ.
1. (για άντρα) α) δειλός
β) θηλυπρεπής
2. φρ. α) «γυναίκα του δρόμου, του βιολιού, του γλυκού νερού» — ανήθικη
β) «κακιά γυναίκα» — πόρνη ή δύστροπη
γ) «πυρ, γυνή και θάλασσα» — η γυναίκα είναι τόσο επικίνδυνη όσο η φωτιά και η θάλασσα
αρχ.
1. (στην κλητ., προσφώνηση σεβασμού) γύναι
κυρία
2. θνητή γυναίκα σε αντίθεση με τις θεές
3. (για ζώα) κωμ. το θηλυκό, το ταίρι του αρσενικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται από IE gwenā- (πρβλ. βοιωτ. bavā) με τροπή του -e- σε -u- (-u·) από αφομοιωτική επίδραση του χειλοϋπερωικού. Σχετικά με το θέμα γυναικ- υποστηρίχτηκε ότι αποτελεί παρεκτεταμένη σε -κ- μορφή του θέματος της κλητικής γυναι- (όπου το -ι- είναι δεικτικό μόριο). Η άποψη σύμφωνα με την οποία ο επιθετικός τ. γυναικός αποτελεί τη βάση σχηματισμού της λ. δεν είναι ευρύτερα αποδεκτή. Αβάσιμη επίσης θεωρείται η υπόθεση αναγωγής του ρ. μνώμαι «ζητώ γυναίκα σε γάμο, μνηστεύω» (< βνάομαι) στο γυνή. Μορφολογικά ο τ. γυναίκα αποτελεί προϊόν αναλογικού μεταπλασμού από τα πρωτόκλιτα θηλυκά σε -αγυναίκα