εκπονώ
From LSJ
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
Greek Monolingual
(-έω) (AM ἐκπονῶ)
δημιουργώ με κόπο (α. «εκπονώ μελέτη» β. «ὅπλα ἐκπεπονημένα εἰς κόσμον», Ξεν. Ελλ.
γ. «τὸ εὐπρεπὲς τοῦ λόγου ἐκπονήσας», Θουκ.)
αρχ.
1. ευπρεπίζω, στολίζω
2. διανύω απόσταση ή διάστημα
3. καλλιεργώ
4. εκπαιδεύω, ανατρέφω
5. εκγυμνάζω
6. εκτελώ, περατώνω
7. αποκτώ με κόπο
8. αναζητώ, προσπαθώ να βρω
9. προσπαθώ να αποτρέψω
10. χωνεύω
11. υποβάλλομαι σε σκληρούς κόπους
12. καταβάλλω, κατανικώ.