κενανδρία

From LSJ
Revision as of 23:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κενανδρία Medium diacritics: κενανδρία Low diacritics: κενανδρία Capitals: ΚΕΝΑΝΔΡΙΑ
Transliteration A: kenandría Transliteration B: kenandria Transliteration C: kenandria Beta Code: kenandri/a

English (LSJ)

ἡ,

   A lack of men, A.Pers.730 (troch.).

German (Pape)

[Seite 1416] ἡ, Mangel an Männern od. Menschen, Aesch. Pers. 716.

Greek (Liddell-Scott)

κενανδρία: ἡ ἔλλειψις ἀνδρῶν, κατάστασις ἐρημώσεως, Αἰσχύλ. Πέρσ. 730.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
dépopulation.
Étymologie: κένανδρος.

Greek Monolingual

κενανδρία, ἡ (Α) κένανδρος
η λειψανδρία, η έλλειψη ανδρών σε κάποια χώρα («πρὸς τάδ' ὡς Σούσων μὲν ἄστυ πᾱν κενανδρίαν στένει», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

κενανδρία: ἡ, έλλειψη ανδρών, πολιτεία με λίγους κατοίκους, σε Αισχύλ.