νόμευμα

From LSJ
Revision as of 19:56, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νόμευμα Medium diacritics: νόμευμα Low diacritics: νόμευμα Capitals: ΝΟΜΕΥΜΑ
Transliteration A: nómeuma Transliteration B: nomeuma Transliteration C: nomevma Beta Code: no/meuma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A flock, herd, εὐπόκοις νομεύμασιν A.Ag.1416.

German (Pape)

[Seite 259] τό, das Geweidete, die Heerde, μήλων, Aesch. Ag. 1390.

Greek (Liddell-Scott)

νόμευμα: τό, βόσκημα, δηλ. ποίμνιονἀγέλη, εὐπόκοις νομεύμασιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1416: οὐδαμοῦ ἄλλοθι εὕρηται.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
troupeau paissant.
Étymologie: νομεύω.

Greek Monolingual

νόμευμα, τὸ (Α) νομεύω
ποίμνιο, αγέλη.

Greek Monotonic

νόμευμα: -ατος, τό (νομεύω), αυτό που βόσκει, δηλ. κοπάδι, αγέλη, σε Αισχύλ.