νηπιοπρεπής
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
Greek (Liddell-Scott)
νηπιοπρεπής: -ές, ἁρμόζων εἰς νήπια, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1, μέρ. α΄, σ. 240Β, κτλ.· - Ἐπίρρ. νηπιοπρεπῶς, Ἀναστ. Σιν. ἐν Mi. Pa gr. τ. 89, σ. 221, 229.
Greek Monolingual
νηπιοπρεπής, -ές (ΑΜ)
αυτός που αρμόζει σε νήπια
αρχ.
κατάλληλος για εκείνον που εισέρχεται για πρώτη φορά στην πνευματική ζωή του χριστιανισμού, για τον αρχάριο στη ζωή της Εκκλησίας.
επίρρ...
νηπιοπρεπῶς (Μ)
με τρόπο που αρμόζει σε νήπιο, νηπιακά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιος + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. μικρο-πρεπής].
German (Pape)
ές, für Kinder schicklich, Sp.