μυρτίδανον

From LSJ
Revision as of 19:34, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "˙" to "·")

ἀσκὸς ὕστερον δεδάρθαι κἀπιτετρίφθαι γένος → I'd be willing to be flayed into a wineskin afterwards and to have my line wiped out

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυρτίδᾰνον Medium diacritics: μυρτίδανον Low diacritics: μυρτίδανον Capitals: ΜΥΡΤΙΔΑΝΟΝ
Transliteration A: myrtídanon Transliteration B: myrtidanon Transliteration C: myrtidanon Beta Code: murti/danon

English (LSJ)

τό,

   A a myrtle-like plant, Hp.Mul.1.34.    II warty excrescence on the stem of the myrtle, like the kermes berries on the holm-oak, Dsc.1.112, Plin.HN23.164.    III seed of the Persian pepper-tree, Hp.Mul.2.205, Gal.19.106.    2 an Indian or Persian fruit used as pepper, Diosc.Gloss. ap. Gal. l.c.

German (Pape)

[Seite 222] τό, 1) eine myrthenähnliche Pflanze, Diosc. – 2) ein Auswuchs an dem Stamme und den Zweigen der Marthe, wie die Kermes- od. Scharlachbeeren, Sp. – 3) die Frucht des persischen Pfeffers, auch eine andere aus Indien od. Persien stammende Frucht, die als Pfeffer genossen wurde, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μυρτίδᾰνον: τό, φυτόν τι ὁμοιάζον πρὸς τὴν μύρτον, Ἱππ. 603. 38. ΙΙ. ἐπίφυσις ἀνώμαλος καὶ ὀχθώδης περὶ τὸ τῆς μυρσίνης πρέμνον, Διοσκ. 1. 156, Γαλην. ΙΙΙ. ὁ κόκκος τοῦ Περσικοῦ πεπέρεως, Ἱππ. 672. 15· ὡσαύτως, ἕτερός τις καρπὸς Περσικὸς ἢ Ἰνδικὸς ἐν χρήσει ἀντὶ πεπέρεως, Γαλην. τ. 19, σ. 106, 5.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 sorte de plante semblable au myrte;
2 excroissance parasite sur l’écorce du myrte;
3 fruit du poivrier.
Étymologie: μύρτος.

Greek Monolingual

μυρτίδανον, τὸ (Α)
1. είδος φυτού που είναι παρεμφερές με τη μυρτιά
2. ανώμαλη επίφυση που εκφύεται στον κορμό και στα κλαδιά τὴς μυρτιάς
3. ο καρπός ενός ιθαγενούς φυτού της Περσίας ή της Ινδίας που μεταφυτεύθηκε στις μεσογειακές χώρες και χρησιμοποιούνταν ως πιπέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρτος (πρβλ. ερευθέ-δανον)].