προσεπιδείκνυμι
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
or προσεπιδεικνύω,
A exhibit, demonstrate besides, Plb.4.82.5, Phld.Sign.36, Ptol.Geog.1.2.5, D.C. 54.14; ὡς . . S.E.M.1.55.
German (Pape)
[Seite 760] (s. δείκνυμι), noch dazu aufzeigen, darthun; S. Emp. adv. gramm. 55; D. C. 54, 14. Vgl. προεπιδ.
Greek (Liddell-Scott)
προσεπιδείκνῡμι: ἐπιδεικνύω προσέτι, Πολύβ. 4. 82, 5, Δίων Κ. 54, 14.
Greek Monolingual
και προσεπιδεικνύω ΜΑ
1. επιδεικνύω επιπροσθέτως
2. ερμηνεύω επιπροσθέτως.
Russian (Dvoretsky)
προσεπιδείκνῡμι: сверх того показывать Polyb., Sext.