χοϊκός
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
English (LSJ)
ή, όν, (χοῦς B)
A of earth or clay, 1 Ep.Cor.15.47; κόνις Ph. 2.673. II of the age to take part in the festival of χόες, IG3.1342.
German (Pape)
[Seite 1361] von Schutt, von Erde, Lehm, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
χοϊκός: -ή, -όν, (χοῦς Β) ὁ ἐκ χώματος, ἐκ γῆς, ὡς τὸ γήϊνος, πήλινος, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. ιε΄, 47, Κλήμ. Ἀλ. 981, Ρήτορες (Walz) τ. 1, σ. 613. ΙΙ. ἴδε χοῦς (Α) ἐν τέλει.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
fait de terre.
Étymologie: χόος².
English (Strong)
from χόος; dusty or dirty (soil-like), i.e. (by implication) terrene: earthy.
English (Thayer)
χοικη χοικον (χοῦς, which see), made of earth, earthy: γυμνοί τούτους τοῦ χοϊκοῦ βαρους, Anon. in Walz, Rhett. i., p. 613,4; (Hippolytus haer. 10,9, p. 314,95).)
Greek Monolingual
-ή, -όν, ΜΑ [χοῡς (II)]
φτειαγμένος από χώμα, από πηλό («ὁ πρῶτος ἄνθρωπος ἐκ γῆς χοϊκός», ΚΔ)
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται σε ηλικία κατάλληλη για να πάρει μέρος στην εορτή τών Χοών
2. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ χοϊκαί
πιθ. η εορτή τών Χοών που γινόταν στην Αθήνα.
Greek Monotonic
χοϊκός: -ή, -όν (χοῦς Β), αυτός που προέρχεται από τη γη ή το χώμα, σε Καινή Διαθήκη