φρύαγμα

From LSJ
Revision as of 19:32, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρύαγμα Medium diacritics: φρύαγμα Low diacritics: φρύαγμα Capitals: ΦΡΥΑΓΜΑ
Transliteration A: phrýagma Transliteration B: phryagma Transliteration C: fryagma Beta Code: fru/agma

English (LSJ)

[ῠ], ατος, τό,

   A violent snorting, esp. neighing or whinnying of a spirited horse ( = ἡ τῶν ἵππων καὶ ἡμιόνων διὰ μυκτήρων ἠχή, EM801.11), ἱππικὰ φ. A.Th.245,475, S.El.717; φ. καὶ φύσημα X.Eq. 11.12; also of a boar, Opp.C.2.457.    II metaph., wanton behaviour, insolence, M.Ant.4.48; τὸ ἐπ' ὀφρύσι φ. AP12.101 (Mel.); σοβαρὸν φ. ib.5.17 (Rufin.); τὸ φ. αἴρειν Ael.NA7.12; φ. πρός τινα Luc.Cat.26; φ. ὁμοζύγου πλουσίας Aristaenet.2.12, cf. Philostr.Im. 2.2.

German (Pape)

[Seite 1310] τό, das heftige Schnauben und Springen, übh. das wilde, unbändige Gebehrden eines muthigen Thieres, bes. eines Pferdes, ἱππικά, Soph. El. 707, wie Aesch. Spt. 227. 457; Xen. Hipparch. 11, 12; auch eines Ebers, Opp. Cyn. 2, 457. – Uebertr., das stolze, übermüthige Betragen eines Menschen in Gebehrden und Worten; σοβαρόν Rufin. 1 (V, 18); παιδικόν Agath. 20 (V, 282); τὸ ἐπ' ὀφρύσι Mel. 37 (XII, 101); τὸ φρύαγμα αἴρειν Ael. H. A. 7, 12; πρὸς τοὺς ἐντυγχάνοντας Luc. Cat. 26.

Greek (Liddell-Scott)

φρύαγμα: τό, ἰσχυρὸν φύσημα διὰ τῶν μυκτήρων, μάλιστα δὲ τὸ ἠχηρὸν φύσημα τῶν μυκτήρων θυμοειδοῦς ἵππου (ἡ τῶν ἵππων καὶ ἡμιόνων διὰ μυκτήρων ἠχὴ Ἐτυμολ. Μέγ. 801. 11), ἱππικὰ φρυάγματα Αἰσχύλ. Θήβ. 245, 475, Σοφ. Ἠλ. 717· ἀλλά, φρ. καὶ φυσήματα Ξεν. Ἱππ. 11, 12· πρβλ. φριμάσσομαι· ― λέγεται ὡσαύτως ἐπὶ ἀγρίου κάπρου, Ὀππ. Κυν. 2. 457. ΙΙ. μεταφορ., ἀκόλαστος τρόπος, ἀλαζονεία, αὐθάδεια, τὸ ἐπ’ ὀφρύσι φρ. Ανθ. Π. 12. 101· σοβαρὸν φρ. αὐτόθι 5. 18· τὸ φρ. αἴρειν Αἰλ. π. Ζ. 7. 12· φρύαγ. πρός τινα Λουκ. Κατάπλ. 26, πρβλ. φρυαγμοσέμνακος. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «φρύαγμα· ἔπαρσις, μετεώρισμα, ὑπερηφάνεια».

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 hennissement;
2 fig. attitude ou ton d’arrogance, fierté, orgueil.
Étymologie: φρυάσσω.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ φρυάσσομαι / -ω]
(ιδίως για άλογο) ηχηρό φύσημα με τα ρουθούνια, φρίμασμαἀκούω... ἱππικῶν φρυαγμάτων», Αισχύλ.)
νεοελλ.
μτφ. υπερβολικός θυμός, παράφορη οργή
μσν.-αρχ.
μτφ. αλαζονική συμπεριφορά, αυθάδεια («τὸ κενὸν φρύαγμα τοῡτο καὶ γαυρίασμα τῆς νίκης», Πλούτ.).

Greek Monotonic

φρύαγμα: [ῠ], -ατος, τό (φρυάσσομαι
I. ισχυρό φύσημα, χλιμίντρισμα, σε Αισχύλ., Σοφ.
II. μεταφ., ακόλαστη συμπεριφορά, αυθάδεια, σε Πλούτ.